δημιουργώ (dimiourgó)

English: create

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About δημιουργώ

As a verb, δημιουργώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: δη‧μι‧ουρ‧γώ

Definitions & Examples

  • verb:
    to create, make, build, generate

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
δημιουργούμαι
δημιουργώ
θα δημιουργούμαι
δημιουργήθηκα
δημιούργησα
δημιουργούμουν
δημιουργούσα
εσύ
δημιουργείς
δημιουργείσαι
θα δημιουργείς
δημιουργήθηκες
δημιούργησες
δημιουργούσες
δημιουργούσουν
αυτός/αυτή/αυτό
δημιουργεί
δημιουργείται
θα δημιουργεί
δημιουργήθηκε
δημιούργησε
δημιουργούνταν
δημιουργούσε
εμείς
δημιουργούμαστε
δημιουργούμε
θα δημιουργούμαστε
δημιουργήσαμε
δημιουργηθήκαμε
δημιουργούμασταν
δημιουργούμαστε
δημιουργούσαμε
εσείς
δημιουργείστε
δημιουργείτε
θα δημιουργείστε
δημιουργήσατε
δημιουργηθήκατε
δημιουργούσασταν
δημιουργούσαστε
δημιουργούσατε
αυτοί/αυτές/αυτά
δημιουργούν
δημιουργούνε
δημιουργούνται
θα δημιουργούν
δημιουργήθηκαν
δημιουργήσαν
δημιουργήσανε
δημιουργηθήκαν
δημιουργηθήκανε
δημιούργησαν
δημιουργούνταν
δημιουργούσαν
δημιουργούσανε

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδημιουργημένοςδημιουργημένηδημιουργημένο
Genitiveδημιουργημένουδημιουργημένηςδημιουργημένου
Accusativeδημιουργημένοδημιουργημένηδημιουργημένο
Vocativeδημιουργημένεδημιουργημένηδημιουργημένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδημιουργημένοιδημιουργημένεςδημιουργημένα
Genitiveδημιουργημένωνδημιουργημένωνδημιουργημένων
Accusativeδημιουργημένουςδημιουργημένεςδημιουργημένα
Vocativeδημιουργημένοιδημιουργημένεςδημιουργημένα

Active Voice

Other Forms

δημιουργήσου
• Singular • Passive
δημιουργήστε
• Singular • Active
δημιουργείστε
• Singular • Passive
δημιουργείτε
• Singular • Active
δημιουργηθείτε
• Singular • Passive
δημιούργει
• Singular • Active
δημιούργησε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "δημιουργώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words