διακοσμώ (diakosmó)

English: decorate

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About διακοσμώ

As a verb, διακοσμώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: δι‧α‧κο‧σμώ

Definitions & Examples

  • verb:
    to adorn, decorate (mainly of structures, place)
    Examples:
    • Synonyms: στολίζω (stolízo, “add ornaments”), καλλωπίζω (kallopízo, “make beautiful”)

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
διακοσμούμαι
διακοσμώ
θα διακοσμούμαι
διακοσμήθηκα
διακόσμησα
διακοσμούμουν
διακοσμούσα
εσύ
διακοσμείς
διακοσμείσαι
θα διακοσμείς
διακοσμήθηκες
διακόσμησες
διακοσμούσες
διακοσμούσουν
αυτός/αυτή/αυτό
διακοσμεί
διακοσμείται
θα διακοσμεί
διακοσμήθηκε
διακόσμησε
διακοσμούνταν
διακοσμούσε
εμείς
διακοσμούμαστε
διακοσμούμε
θα διακοσμούμαστε
διακοσμήσαμε
διακοσμηθήκαμε
διακοσμούμασταν
διακοσμούμαστε
διακοσμούσαμε
εσείς
διακοσμείστε
διακοσμείτε
θα διακοσμείστε
διακοσμήσατε
διακοσμηθήκατε
διακοσμούσασταν
διακοσμούσαστε
διακοσμούσατε
αυτοί/αυτές/αυτά
διακοσμούν
διακοσμούνε
διακοσμούνται
θα διακοσμούν
διακοσμήθηκαν
διακοσμήσαν
διακοσμήσανε
διακοσμηθήκαν
διακοσμηθήκανε
διακόσμησαν
διακοσμούνταν
διακοσμούσαν
διακοσμούσανε

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιακοσμημένοςδιακοσμημένηδιακοσμημένο
Genitiveδιακοσμημένουδιακοσμημένηςδιακοσμημένου
Accusativeδιακοσμημένοδιακοσμημένηδιακοσμημένο
Vocativeδιακοσμημένεδιακοσμημένηδιακοσμημένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιακοσμημένοιδιακοσμημένεςδιακοσμημένα
Genitiveδιακοσμημένωνδιακοσμημένωνδιακοσμημένων
Accusativeδιακοσμημένουςδιακοσμημένεςδιακοσμημένα
Vocativeδιακοσμημένοιδιακοσμημένεςδιακοσμημένα

Active Voice

Other Forms

διακοσμήσου
• Singular • Passive
διακοσμήστε
• Singular • Active
διακοσμείστε
• Singular • Passive
διακοσμείτε
• Singular • Active
διακοσμηθείτε
• Singular • Passive
διακόσμει
• Singular • Active
διακόσμησε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διακοσμώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words