διαμελίζω (diamelízo)

English: dismember

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About διαμελίζω

As a verb, διαμελίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
διαμελίζομαι
διαμελίζω
θα διαμελίζομαι
διαμέλισα
διαμελίστηκα
διαμέλιζα
διαμελιζόμουν
διαμελιζόμουνα
εσύ
διαμελίζεις
διαμελίζεσαι
θα διαμελίζεις
διαμέλισες
διαμελίστηκες
διαμέλιζες
διαμελιζόσουν
διαμελιζόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
διαμελίζει
διαμελίζεται
θα διαμελίζει
διαμέλισε
διαμελίστηκε
διαμέλιζε
διαμελιζόταν
διαμελιζότανε
εμείς
διαμελίζουμε
διαμελιζόμαστε
θα διαμελίζουμε
διαμελίσαμε
διαμελιστήκαμε
διαμελίζαμε
διαμελιζόμασταν
διαμελιζόμαστε
εσείς
διαμελίζεστε
διαμελίζετε
θα διαμελίζεστε
διαμελίσατε
διαμελιστήκατε
διαμελίζατε
διαμελιζόσασταν
διαμελιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
διαμελίζονται
διαμελίζουν
διαμελίζουνε
θα διαμελίζονται
διαμέλισαν
διαμελίσαν
διαμελίσανε
διαμελίστηκαν
διαμελιστήκαν
διαμελιστήκανε
διαμέλιζαν
διαμελίζαν
διαμελίζανε
διαμελίζονταν
διαμελιζόντουσαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιαμελισμένοςδιαμελισμένηδιαμελισμένο
Genitiveδιαμελισμένουδιαμελισμένηςδιαμελισμένου
Accusativeδιαμελισμένοδιαμελισμένηδιαμελισμένο
Vocativeδιαμελισμένεδιαμελισμένηδιαμελισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιαμελισμένοιδιαμελισμένεςδιαμελισμένα
Genitiveδιαμελισμένωνδιαμελισμένωνδιαμελισμένων
Accusativeδιαμελισμένουςδιαμελισμένεςδιαμελισμένα
Vocativeδιαμελισμένοιδιαμελισμένεςδιαμελισμένα

Other Forms

διαμέλιζε
• Singular • Active
διαμέλισε
• Singular • Active
διαμελίζεστε
• Singular • Passive
διαμελίζετε
• Singular • Active
διαμελίζου
• Singular • Passive
διαμελίσου
• Singular • Passive
διαμελίστε
• Singular • Active
διαμελιστείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διαμελίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.