διανέμω (dianémo)

English: distribute

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About διανέμω

As a verb, διανέμω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: δι‧α‧νέ‧μω

Definitions & Examples

  • verb:
    (transitive) to distribute, hand out, share out
  • verb:
    (transitive) to deliver mail

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
διανέμομαι
διανέμω
θα διανέμομαι
διένειμα
διανεμήθηκα
διένεμα
διανεμόμουν
διανεμόμουνα
εσύ
διανέμεις
διανέμεσαι
θα διανέμεις
διένειμες
διανεμήθηκες
διένεμες
διανεμόσουν
διανεμόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
διανέμει
διανέμεται
θα διανέμει
διένειμε
διανεμήθηκε
διένεμε
διανεμόταν
διανεμότανε
εμείς
διανέμουμε
διανεμόμαστε
θα διανέμουμε
διανείμαμε
διανεμηθήκαμε
διανέμαμε
διανεμόμασταν
διανεμόμαστε
εσείς
διανέμεστε
διανέμετε
θα διανέμεστε
διανείματε
διανεμηθήκατε
διανέματε
διανεμόσασταν
διανεμόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
διανέμονται
διανέμουν
διανέμουνε
θα διανέμονται
διένειμαν
διανείμαν
διανείμανε
διανεμήθηκαν
διανεμηθήκαν
διανεμηθήκανε
διένεμαν
διανέμαν
διανέμανε
διανέμονταν
διανεμόντουσαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιανεμημένοςδιανεμημένηδιανεμημένο
Genitiveδιανεμημένουδιανεμημένηςδιανεμημένου
Accusativeδιανεμημένοδιανεμημένηδιανεμημένο
Vocativeδιανεμημένεδιανεμημένηδιανεμημένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιανεμημένοιδιανεμημένεςδιανεμημένα
Genitiveδιανεμημένωνδιανεμημένωνδιανεμημένων
Accusativeδιανεμημένουςδιανεμημένεςδιανεμημένα
Vocativeδιανεμημένοιδιανεμημένεςδιανεμημένα

Other Forms

διάνειμε
• Singular • Active
διάνεμε
• Singular • Active
διανέμεστε
• Singular • Passive
διανέμετε
• Singular • Active
διανέμου
• Singular • Passive
διανείμτε
• Singular • Active
διανεμήσου
• Singular • Passive
διανεμηθείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διανέμω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.