διαποτίζω (diapotízo)
English: imbue
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About διαποτίζω
As a verb, διαποτίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:(of liquids) to penetrate completely
- verb:to affect to a very large extent, imbue
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | διαποτίζομαι διαποτίζω | θα διαποτίζομαι | διαποτίστηκα διαπότισα | διαποτιζόμουν διαποτιζόμουνα διαπότιζα |
| εσύ | διαποτίζεις διαποτίζεσαι | θα διαποτίζεις | διαποτίστηκες διαπότισες | διαποτιζόσουν διαποτιζόσουνα διαπότιζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | διαποτίζει διαποτίζεται | θα διαποτίζει | διαποτίστηκε διαπότισε | διαποτιζόταν διαποτιζότανε διαπότιζε |
| εμείς | διαποτίζουμε διαποτιζόμαστε | θα διαποτίζουμε | διαποτίσαμε διαποτιστήκαμε | διαποτίζαμε διαποτιζόμασταν διαποτιζόμαστε |
| εσείς | διαποτίζεστε διαποτίζετε | θα διαποτίζεστε | διαποτίσατε διαποτιστήκατε | διαποτίζατε διαποτιζόσασταν διαποτιζόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | διαποτίζονται διαποτίζουν διαποτίζουνε | θα διαποτίζονται | διαποτίσαν διαποτίσανε διαποτίστηκαν διαποτιστήκαν διαποτιστήκανε διαπότισαν | διαποτίζαν διαποτίζανε διαποτίζονταν διαποτιζόντουσαν διαπότιζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | διαποτισμένος | διαποτισμένη | διαποτισμένο |
| Genitive | διαποτισμένου | διαποτισμένης | διαποτισμένου |
| Accusative | διαποτισμένο | διαποτισμένη | διαποτισμένο |
| Vocative | διαποτισμένε | διαποτισμένη | διαποτισμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | διαποτισμένοι | διαποτισμένες | διαποτισμένα |
| Genitive | διαποτισμένων | διαποτισμένων | διαποτισμένων |
| Accusative | διαποτισμένους | διαποτισμένες | διαποτισμένα |
| Vocative | διαποτισμένοι | διαποτισμένες | διαποτισμένα |
Other Forms
διαποτίζεστε
• Singular • Passive
διαποτίζετε
• Singular • Active
διαποτίζου
• Singular • Passive
διαποτίσου
• Singular • Passive
διαποτίστε
• Singular • Active
διαποτιστείτε
• Singular • Passive
διαπότιζε
• Singular • Active
διαπότισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διαποτίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.