διασκεδάζω (diaskedázo)
English: amuse
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About διασκεδάζω
As a verb, διασκεδάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | διασκεδάζομαι διασκεδάζω | θα διασκεδάζομαι | διασκέδασα διασκεδάστηκα | διασκέδαζα διασκεδαζόμουν διασκεδαζόμουνα |
εσύ | διασκεδάζεις διασκεδάζεσαι | θα διασκεδάζεις | διασκέδασες διασκεδάστηκες | διασκέδαζες διασκεδαζόσουν διασκεδαζόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | διασκεδάζει διασκεδάζεται | θα διασκεδάζει | διασκέδασε διασκεδάστηκε | διασκέδαζε διασκεδαζόταν διασκεδαζότανε |
εμείς | διασκεδάζουμε διασκεδαζόμαστε | θα διασκεδάζουμε | διασκεδάσαμε διασκεδαστήκαμε | διασκεδάζαμε διασκεδαζόμασταν διασκεδαζόμαστε |
εσείς | διασκεδάζεστε διασκεδάζετε | θα διασκεδάζεστε | διασκεδάσατε διασκεδαστήκατε | διασκεδάζατε διασκεδαζόσασταν διασκεδαζόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | διασκεδάζονται διασκεδάζουν διασκεδάζουνε | θα διασκεδάζονται | διασκέδασαν διασκεδάσαν διασκεδάσανε διασκεδάστηκαν διασκεδαστήκαν διασκεδαστήκανε | διασκέδαζαν διασκεδάζαν διασκεδάζανε διασκεδάζονταν διασκεδαζόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | διασκεδασμένος | διασκεδασμένη | διασκεδασμένο |
Genitive | διασκεδασμένου | διασκεδασμένης | διασκεδασμένου |
Accusative | διασκεδασμένο | διασκεδασμένη | διασκεδασμένο |
Vocative | διασκεδασμένε | διασκεδασμένη | διασκεδασμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | διασκεδασμένοι | διασκεδασμένες | διασκεδασμένα |
Genitive | διασκεδασμένων | διασκεδασμένων | διασκεδασμένων |
Accusative | διασκεδασμένους | διασκεδασμένες | διασκεδασμένα |
Vocative | διασκεδασμένοι | διασκεδασμένες | διασκεδασμένα |
Other Forms
διασκέδαζε
• Singular • Active
διασκέδασε
• Singular • Active
διασκεδάζεστε
• Singular • Passive
διασκεδάζετε
• Singular • Active
διασκεδάζου
• Singular • Passive
διασκεδάσου
• Singular • Passive
διασκεδάστε
• Singular • Active
διασκεδαστείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διασκεδάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.