διαστρεβλώνω (diastrevlóno)
English: distort
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About διαστρεβλώνω
As a verb, διαστρεβλώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: δι‧α‧στρε‧βλώ‧νω
Definitions & Examples
- verb:(transitive) to distort, to twist (to give false account of, to misrepresent)
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | διαστρεβλώνομαι διαστρεβλώνω | θα διαστρεβλώνομαι | διαστρέβλωσα διαστρεβλώθηκα | διαστρέβλωνα διαστρεβλωνόμουν διαστρεβλωνόμουνα |
| εσύ | διαστρεβλώνεις διαστρεβλώνεσαι | θα διαστρεβλώνεις | διαστρέβλωσες διαστρεβλώθηκες | διαστρέβλωνες διαστρεβλωνόσουν διαστρεβλωνόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | διαστρεβλώνει διαστρεβλώνεται | θα διαστρεβλώνει | διαστρέβλωσε διαστρεβλώθηκε | διαστρέβλωνε διαστρεβλωνόταν διαστρεβλωνότανε |
| εμείς | διαστρεβλωνόμαστε διαστρεβλώνουμε | θα διαστρεβλωνόμαστε | διαστρεβλωθήκαμε διαστρεβλώσαμε | διαστρεβλωνόμασταν διαστρεβλωνόμαστε διαστρεβλώναμε |
| εσείς | διαστρεβλώνεστε διαστρεβλώνετε | θα διαστρεβλώνεστε | διαστρεβλωθήκατε διαστρεβλώσατε | διαστρεβλωνόσασταν διαστρεβλωνόσαστε διαστρεβλώνατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | διαστρεβλώνονται διαστρεβλώνουν διαστρεβλώνουνε | θα διαστρεβλώνονται | διαστρέβλωσαν διαστρεβλωθήκαν διαστρεβλωθήκανε διαστρεβλώθηκαν διαστρεβλώσαν διαστρεβλώσανε | διαστρέβλωναν διαστρεβλωνόντουσαν διαστρεβλώναν διαστρεβλώνανε διαστρεβλώνονταν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | διαστρεβλωμένος | διαστρεβλωμένη | διαστρεβλωμένο |
| Genitive | διαστρεβλωμένου | διαστρεβλωμένης | διαστρεβλωμένου |
| Accusative | διαστρεβλωμένο | διαστρεβλωμένη | διαστρεβλωμένο |
| Vocative | διαστρεβλωμένε | διαστρεβλωμένη | διαστρεβλωμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | διαστρεβλωμένοι | διαστρεβλωμένες | διαστρεβλωμένα |
| Genitive | διαστρεβλωμένων | διαστρεβλωμένων | διαστρεβλωμένων |
| Accusative | διαστρεβλωμένους | διαστρεβλωμένες | διαστρεβλωμένα |
| Vocative | διαστρεβλωμένοι | διαστρεβλωμένες | διαστρεβλωμένα |
Active Voice
Other Forms
διαστρέβλωνε
• Singular • Active
διαστρέβλωσε
• Singular • Active
διαστρεβλωθείτε
• Singular • Passive
διαστρεβλώνεστε
• Singular • Passive
διαστρεβλώνετε
• Singular • Active
διαστρεβλώνου
• Singular • Passive
διαστρεβλώσου
• Singular • Passive
διαστρεβλώστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διαστρεβλώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.
Related Words
Synonyms
Derived Terms
- διαστρέβλωση (diastrévlosi)"Grek"
- διαστρεβλωτής (diastrevlotís)"Grek"
- διαστρεβλωτικός (diastrevlotikós)"Grek"