διαφωτίζω (diaphotízo)

English: illuminate

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About διαφωτίζω

As a verb, διαφωτίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
διαφωτίζομαι
διαφωτίζω
θα διαφωτίζομαι
διαφωτίστηκα
διαφώτισα
διαφωτιζόμουν
διαφωτιζόμουνα
διαφώτιζα
εσύ
διαφωτίζεις
διαφωτίζεσαι
θα διαφωτίζεις
διαφωτίστηκες
διαφώτισες
διαφωτιζόσουν
διαφωτιζόσουνα
διαφώτιζες
αυτός/αυτή/αυτό
διαφωτίζει
διαφωτίζεται
θα διαφωτίζει
διαφωτίστηκε
διαφώτισε
διαφωτιζόταν
διαφωτιζότανε
διαφώτιζε
εμείς
διαφωτίζουμε
διαφωτιζόμαστε
θα διαφωτίζουμε
διαφωτίσαμε
διαφωτιστήκαμε
διαφωτίζαμε
διαφωτιζόμασταν
διαφωτιζόμαστε
εσείς
διαφωτίζεστε
διαφωτίζετε
θα διαφωτίζεστε
διαφωτίσατε
διαφωτιστήκατε
διαφωτίζατε
διαφωτιζόσασταν
διαφωτιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
διαφωτίζονται
διαφωτίζουν
διαφωτίζουνε
θα διαφωτίζονται
διαφωτίσαν
διαφωτίσανε
διαφωτίστηκαν
διαφωτιστήκαν
διαφωτιστήκανε
διαφώτισαν
διαφωτίζαν
διαφωτίζανε
διαφωτίζονταν
διαφωτιζόντουσαν
διαφώτιζαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιαφωτισμένοςδιαφωτισμένηδιαφωτισμένο
Genitiveδιαφωτισμένουδιαφωτισμένηςδιαφωτισμένου
Accusativeδιαφωτισμένοδιαφωτισμένηδιαφωτισμένο
Vocativeδιαφωτισμένεδιαφωτισμένηδιαφωτισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιαφωτισμένοιδιαφωτισμένεςδιαφωτισμένα
Genitiveδιαφωτισμένωνδιαφωτισμένωνδιαφωτισμένων
Accusativeδιαφωτισμένουςδιαφωτισμένεςδιαφωτισμένα
Vocativeδιαφωτισμένοιδιαφωτισμένεςδιαφωτισμένα

Other Forms

διαφωτίζεστε
• Singular • Passive
διαφωτίζετε
• Singular • Active
διαφωτίζου
• Singular • Passive
διαφωτίσου
• Singular • Passive
διαφωτίστε
• Singular • Active
διαφωτιστείτε
• Singular • Passive
διαφώτιζε
• Singular • Active
διαφώτισε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διαφωτίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.