διαχωρίζω (diakhorízo)
English: separate
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About διαχωρίζω
As a verb, διαχωρίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to separate, disconnect
- verb:to distance (yourself from something), dissociate
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | διαχωρίζομαι διαχωρίζω | θα διαχωρίζομαι | διαχωρίστηκα διαχώρισα | διαχωριζόμουν διαχωριζόμουνα διαχώριζα |
εσύ | διαχωρίζεις διαχωρίζεσαι | θα διαχωρίζεις | διαχωρίστηκες διαχώρισες | διαχωριζόσουν διαχωριζόσουνα διαχώριζες |
αυτός/αυτή/αυτό | διαχωρίζει διαχωρίζεται | θα διαχωρίζει | διαχωρίστηκε διαχώρισε | διαχωριζόταν διαχωριζότανε διαχώριζε |
εμείς | διαχωρίζουμε διαχωριζόμαστε | θα διαχωρίζουμε | διαχωρίσαμε διαχωριστήκαμε | διαχωρίζαμε διαχωριζόμασταν διαχωριζόμαστε |
εσείς | διαχωρίζεστε διαχωρίζετε | θα διαχωρίζεστε | διαχωρίσατε διαχωριστήκατε | διαχωρίζατε διαχωριζόσασταν διαχωριζόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | διαχωρίζονται διαχωρίζουν διαχωρίζουνε | θα διαχωρίζονται | διαχωρίσαν διαχωρίσανε διαχωρίστηκαν διαχωριστήκαν διαχωριστήκανε διαχώρισαν | διαχωρίζαν διαχωρίζανε διαχωρίζονταν διαχωριζόντουσαν διαχώριζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | διαχωρισμένος | διαχωρισμένη | διαχωρισμένο |
Genitive | διαχωρισμένου | διαχωρισμένης | διαχωρισμένου |
Accusative | διαχωρισμένο | διαχωρισμένη | διαχωρισμένο |
Vocative | διαχωρισμένε | διαχωρισμένη | διαχωρισμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | διαχωρισμένοι | διαχωρισμένες | διαχωρισμένα |
Genitive | διαχωρισμένων | διαχωρισμένων | διαχωρισμένων |
Accusative | διαχωρισμένους | διαχωρισμένες | διαχωρισμένα |
Vocative | διαχωρισμένοι | διαχωρισμένες | διαχωρισμένα |
Other Forms
διαχωρίζεστε
• Singular • Passive
διαχωρίζετε
• Singular • Active
διαχωρίζου
• Singular • Passive
διαχωρίσου
• Singular • Passive
διαχωρίστε
• Singular • Active
διαχωριστείτε
• Singular • Passive
διαχώριζε
• Singular • Active
διαχώρισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διαχωρίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.