δικαιώνω (dikeóno)
English: exonerate
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About δικαιώνω
As a verb, δικαιώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | δικαιώνομαι δικαιώνω | θα δικαιώνομαι | δικαίωσα δικαιώθηκα | δικαίωνα δικαιωνόμουν δικαιωνόμουνα |
| εσύ | δικαιώνεις δικαιώνεσαι | θα δικαιώνεις | δικαίωσες δικαιώθηκες | δικαίωνες δικαιωνόσουν δικαιωνόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | δικαιώνει δικαιώνεται | θα δικαιώνει | δικαίωσε δικαιώθηκε | δικαίωνε δικαιωνόταν δικαιωνότανε |
| εμείς | δικαιωνόμαστε δικαιώνουμε | θα δικαιωνόμαστε | δικαιωθήκαμε δικαιώσαμε | δικαιωνόμασταν δικαιωνόμαστε δικαιώναμε |
| εσείς | δικαιώνεστε δικαιώνετε | θα δικαιώνεστε | δικαιωθήκατε δικαιώσατε | δικαιωνόσασταν δικαιωνόσαστε δικαιώνατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | δικαιώνονται δικαιώνουν δικαιώνουνε | θα δικαιώνονται | δικαίωσαν δικαιωθήκαν δικαιωθήκανε δικαιώθηκαν δικαιώσαν δικαιώσανε | δικαίωναν δικαιωνόντουσαν δικαιώναν δικαιώνανε δικαιώνονταν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | δικαιωμένος | δικαιωμένη | δικαιωμένο |
| Genitive | δικαιωμένου | δικαιωμένης | δικαιωμένου |
| Accusative | δικαιωμένο | δικαιωμένη | δικαιωμένο |
| Vocative | δικαιωμένε | δικαιωμένη | δικαιωμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | δικαιωμένοι | δικαιωμένες | δικαιωμένα |
| Genitive | δικαιωμένων | δικαιωμένων | δικαιωμένων |
| Accusative | δικαιωμένους | δικαιωμένες | δικαιωμένα |
| Vocative | δικαιωμένοι | δικαιωμένες | δικαιωμένα |
Active Voice
Other Forms
δικαίωνε
• Singular • Active
δικαίωσε
• Singular • Active
δικαιωθείτε
• Singular • Passive
δικαιώνεστε
• Singular • Passive
δικαιώνετε
• Singular • Active
δικαιώνου
• Singular • Passive
δικαιώσου
• Singular • Passive
δικαιώστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "δικαιώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.