εντοπίζω (edopízo)
English: locate
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About εντοπίζω
As a verb, εντοπίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | εντοπίζομαι εντοπίζω | θα εντοπίζομαι | εντοπίστηκα εντόπισα | εντοπιζόμουν εντοπιζόμουνα εντόπιζα |
| εσύ | εντοπίζεις εντοπίζεσαι | θα εντοπίζεις | εντοπίστηκες εντόπισες | εντοπιζόσουν εντοπιζόσουνα εντόπιζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | εντοπίζει εντοπίζεται | θα εντοπίζει | εντοπίστηκε εντόπισε | εντοπιζόταν εντοπιζότανε εντόπιζε |
| εμείς | εντοπίζουμε εντοπιζόμαστε | θα εντοπίζουμε | εντοπίσαμε εντοπιστήκαμε | εντοπίζαμε εντοπιζόμασταν εντοπιζόμαστε |
| εσείς | εντοπίζεστε εντοπίζετε | θα εντοπίζεστε | εντοπίσατε εντοπιστήκατε | εντοπίζατε εντοπιζόσασταν εντοπιζόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | εντοπίζονται εντοπίζουν εντοπίζουνε | θα εντοπίζονται | εντοπίσαν εντοπίσανε εντοπίστηκαν εντοπιστήκαν εντοπιστήκανε εντόπισαν | εντοπίζαν εντοπίζανε εντοπίζονταν εντοπιζόντουσαν εντόπιζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | εντοπισμένος | εντοπισμένη | εντοπισμένο |
| Genitive | εντοπισμένου | εντοπισμένης | εντοπισμένου |
| Accusative | εντοπισμένο | εντοπισμένη | εντοπισμένο |
| Vocative | εντοπισμένε | εντοπισμένη | εντοπισμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | εντοπισμένοι | εντοπισμένες | εντοπισμένα |
| Genitive | εντοπισμένων | εντοπισμένων | εντοπισμένων |
| Accusative | εντοπισμένους | εντοπισμένες | εντοπισμένα |
| Vocative | εντοπισμένοι | εντοπισμένες | εντοπισμένα |
Other Forms
εντοπίζεστε
• Singular • Passive
εντοπίζετε
• Singular • Active
εντοπίζου
• Singular • Passive
εντοπίσου
• Singular • Passive
εντοπίστε
• Singular • Active
εντοπιστείτε
• Singular • Passive
εντόπιζε
• Singular • Active
εντόπισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "εντοπίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.