εξακριβώνω (exakrivóno)

English: ascertain

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About εξακριβώνω

As a verb, εξακριβώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
εξακριβώνομαι
εξακριβώνω
θα εξακριβώνομαι
εξακρίβωσα
εξακριβώθηκα
εξακρίβωνα
εξακριβωνόμουν
εξακριβωνόμουνα
εσύ
εξακριβώνεις
εξακριβώνεσαι
θα εξακριβώνεις
εξακρίβωσες
εξακριβώθηκες
εξακρίβωνες
εξακριβωνόσουν
εξακριβωνόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
εξακριβώνει
εξακριβώνεται
θα εξακριβώνει
εξακρίβωσε
εξακριβώθηκε
εξακρίβωνε
εξακριβωνόταν
εξακριβωνότανε
εμείς
εξακριβωνόμαστε
εξακριβώνουμε
θα εξακριβωνόμαστε
εξακριβωθήκαμε
εξακριβώσαμε
εξακριβωνόμασταν
εξακριβωνόμαστε
εξακριβώναμε
εσείς
εξακριβώνεστε
εξακριβώνετε
θα εξακριβώνεστε
εξακριβωθήκατε
εξακριβώσατε
εξακριβωνόσασταν
εξακριβωνόσαστε
εξακριβώνατε
αυτοί/αυτές/αυτά
εξακριβώνονται
εξακριβώνουν
εξακριβώνουνε
θα εξακριβώνονται
εξακρίβωσαν
εξακριβωθήκαν
εξακριβωθήκανε
εξακριβώθηκαν
εξακριβώσαν
εξακριβώσανε
εξακρίβωναν
εξακριβωνόντουσαν
εξακριβώναν
εξακριβώνανε
εξακριβώνονταν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeεξακριβωμένοςεξακριβωμένηεξακριβωμένο
Genitiveεξακριβωμένουεξακριβωμένηςεξακριβωμένου
Accusativeεξακριβωμένοεξακριβωμένηεξακριβωμένο
Vocativeεξακριβωμένεεξακριβωμένηεξακριβωμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeεξακριβωμένοιεξακριβωμένεςεξακριβωμένα
Genitiveεξακριβωμένωνεξακριβωμένωνεξακριβωμένων
Accusativeεξακριβωμένουςεξακριβωμένεςεξακριβωμένα
Vocativeεξακριβωμένοιεξακριβωμένεςεξακριβωμένα

Active Voice

Other Forms

εξακρίβωνε
• Singular • Active
εξακρίβωσε
• Singular • Active
εξακριβωθείτε
• Singular • Passive
εξακριβώνεστε
• Singular • Passive
εξακριβώνετε
• Singular • Active
εξακριβώνου
• Singular • Passive
εξακριβώσου
• Singular • Passive
εξακριβώστε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "εξακριβώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words