εξοικειώνω (exikióno)

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About εξοικειώνω

As a verb, εξοικειώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: ε‧ξοι‧κει‧ώ‧νω

Definitions & Examples

  • verb:
    (transitive) to familiarize, to acquaint

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
εξοικειώνομαι
εξοικειώνω
θα εξοικειώνομαι
εξοικείωσα
εξοικειώθηκα
εξοικείωνα
εξοικειωνόμουν
εξοικειωνόμουνα
εσύ
εξοικειώνεις
εξοικειώνεσαι
θα εξοικειώνεις
εξοικείωσες
εξοικειώθηκες
εξοικείωνες
εξοικειωνόσουν
εξοικειωνόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
εξοικειώνει
εξοικειώνεται
θα εξοικειώνει
εξοικείωσε
εξοικειώθηκε
εξοικείωνε
εξοικειωνόταν
εξοικειωνότανε
εμείς
εξοικειωνόμαστε
εξοικειώνουμε
θα εξοικειωνόμαστε
εξοικειωθήκαμε
εξοικειώσαμε
εξοικειωνόμασταν
εξοικειωνόμαστε
εξοικειώναμε
εσείς
εξοικειώνεστε
εξοικειώνετε
θα εξοικειώνεστε
εξοικειωθήκατε
εξοικειώσατε
εξοικειωνόσασταν
εξοικειωνόσαστε
εξοικειώνατε
αυτοί/αυτές/αυτά
εξοικειώνονται
εξοικειώνουν
εξοικειώνουνε
θα εξοικειώνονται
εξοικείωσαν
εξοικειωθήκαν
εξοικειωθήκανε
εξοικειώθηκαν
εξοικειώσαν
εξοικειώσανε
εξοικείωναν
εξοικειωνόντουσαν
εξοικειώναν
εξοικειώνανε
εξοικειώνονταν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeεξοικειωμένοςεξοικειωμένηεξοικειωμένο
Genitiveεξοικειωμένουεξοικειωμένηςεξοικειωμένου
Accusativeεξοικειωμένοεξοικειωμένηεξοικειωμένο
Vocativeεξοικειωμένεεξοικειωμένηεξοικειωμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeεξοικειωμένοιεξοικειωμένεςεξοικειωμένα
Genitiveεξοικειωμένωνεξοικειωμένωνεξοικειωμένων
Accusativeεξοικειωμένουςεξοικειωμένεςεξοικειωμένα
Vocativeεξοικειωμένοιεξοικειωμένεςεξοικειωμένα

Active Voice

Other Forms

εξοικείωνε
• Singular • Active
εξοικείωσε
• Singular • Active
εξοικειωθείτε
• Singular • Passive
εξοικειώνεστε
• Singular • Passive
εξοικειώνετε
• Singular • Active
εξοικειώσου
• Singular • Passive
εξοικειώστε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "εξοικειώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words