εξορίζω (exorízo)
English: exile
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About εξορίζω
As a verb, εξορίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | εξορίζομαι εξορίζω  | θα εξορίζομαι | εξορίστηκα εξόρισα  | εξοριζόμουν εξοριζόμουνα εξόριζα  | 
| εσύ | εξορίζεις εξορίζεσαι  | θα εξορίζεις | εξορίστηκες εξόρισες  | εξοριζόσουν εξοριζόσουνα εξόριζες  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | εξορίζει εξορίζεται  | θα εξορίζει | εξορίστηκε εξόρισε  | εξοριζόταν εξοριζότανε εξόριζε  | 
| εμείς | εξορίζουμε εξοριζόμαστε  | θα εξορίζουμε | εξορίσαμε εξοριστήκαμε  | εξορίζαμε εξοριζόμασταν εξοριζόμαστε  | 
| εσείς | εξορίζεστε εξορίζετε  | θα εξορίζεστε | εξορίσατε εξοριστήκατε  | εξορίζατε εξοριζόσασταν εξοριζόσαστε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | εξορίζονται εξορίζουν εξορίζουνε  | θα εξορίζονται | εξορίσαν εξορίσανε εξορίστηκαν εξοριστήκαν εξοριστήκανε εξόρισαν  | εξορίζαν εξορίζανε εξορίζονταν εξοριζόντουσαν εξόριζαν  | 
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | εξορισμένος | εξορισμένη | εξορισμένο | 
| Genitive | εξορισμένου | εξορισμένης | εξορισμένου | 
| Accusative | εξορισμένο | εξορισμένη | εξορισμένο | 
| Vocative | εξορισμένε | εξορισμένη | εξορισμένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | εξορισμένοι | εξορισμένες | εξορισμένα | 
| Genitive | εξορισμένων | εξορισμένων | εξορισμένων | 
| Accusative | εξορισμένους | εξορισμένες | εξορισμένα | 
| Vocative | εξορισμένοι | εξορισμένες | εξορισμένα | 
Other Forms
εξορίζεστε
 • Singular • Passive
εξορίζετε
 • Singular • Active
εξορίζου
 • Singular • Passive
εξορίσου
 • Singular • Passive
εξορίστε
 • Singular • Active
εξοριστείτε
 • Singular • Passive
εξόριζε
 • Singular • Active
εξόρισε
 • Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "εξορίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.