ικανοποιώ (ikanopió)
English: satisfy
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About ικανοποιώ
As a verb, ικανοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: ι‧κα‧νο‧ποι‧ώ
Definitions & Examples
- verb:to satisfy, fulfill, gratify
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | ικανοποιούμαι ικανοποιώ | θα ικανοποιούμαι | ικανοποίησα ικανοποιήθηκα | ικανοποιούμουν ικανοποιούσα |
| εσύ | ικανοποιείς ικανοποιείσαι | θα ικανοποιείς | ικανοποίησες ικανοποιήθηκες | ικανοποιούσες ικανοποιούσουν |
| αυτός/αυτή/αυτό | ικανοποιεί ικανοποιείται | θα ικανοποιεί | ικανοποίησε ικανοποιήθηκε | ικανοποιούνταν ικανοποιούσε |
| εμείς | ικανοποιούμαστε ικανοποιούμε | θα ικανοποιούμαστε | ικανοποιήσαμε ικανοποιηθήκαμε | ικανοποιούμασταν ικανοποιούμαστε ικανοποιούσαμε |
| εσείς | ικανοποιείστε ικανοποιείτε | θα ικανοποιείστε | ικανοποιήσατε ικανοποιηθήκατε | ικανοποιούσασταν ικανοποιούσαστε ικανοποιούσατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | ικανοποιούν ικανοποιούνε ικανοποιούνται | θα ικανοποιούν | ικανοποίησαν ικανοποιήθηκαν ικανοποιήσαν ικανοποιήσανε ικανοποιηθήκαν ικανοποιηθήκανε | ικανοποιούνταν ικανοποιούσαν ικανοποιούσανε |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ικανοποιημένος | ικανοποιημένη | ικανοποιημένο |
| Genitive | ικανοποιημένου | ικανοποιημένης | ικανοποιημένου |
| Accusative | ικανοποιημένο | ικανοποιημένη | ικανοποιημένο |
| Vocative | ικανοποιημένε | ικανοποιημένη | ικανοποιημένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ικανοποιημένοι | ικανοποιημένες | ικανοποιημένα |
| Genitive | ικανοποιημένων | ικανοποιημένων | ικανοποιημένων |
| Accusative | ικανοποιημένους | ικανοποιημένες | ικανοποιημένα |
| Vocative | ικανοποιημένοι | ικανοποιημένες | ικανοποιημένα |
Active Voice
Other Forms
ικανοποίει
• Singular • Active
ικανοποίησε
• Singular • Active
ικανοποιήσου
• Singular • Passive
ικανοποιήστε
• Singular • Active
ικανοποιείστε
• Singular • Passive
ικανοποιείτε
• Singular • Active
ικανοποιηθείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ικανοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.