καταβροχθίζω (katavrokhthízo)
English: devour
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About καταβροχθίζω
As a verb, καταβροχθίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to devour, eat greedily
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | καταβροχθίζω | θα καταβροχθίζώ | καταβρόχθισα | καταβρόχθιζα |
| εσύ | καταβροχθίζεις | θα καταβροχθίζεις | καταβρόχθισες | καταβρόχθιζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | καταβροχθίζει | θα καταβροχθίζει | καταβρόχθισε | καταβρόχθιζε |
| εμείς | καταβροχθίζουμε | θα καταβροχθίζουμε | καταβροχθίσαμε | καταβροχθίζαμε |
| εσείς | καταβροχθίζετε | θα καταβροχθίζετε | καταβροχθίσατε | καταβροχθίζατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | καταβροχθίζουν καταβροχθίζουνε | θα καταβροχθίζουν | καταβροχθίσαν καταβροχθίσανε καταβρόχθισαν | καταβροχθίζαν καταβροχθίζανε καταβρόχθιζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | καταβροχθισμένος | καταβροχθισμένη | καταβροχθισμένο |
| Genitive | καταβροχθισμένου | καταβροχθισμένης | καταβροχθισμένου |
| Accusative | καταβροχθισμένο | καταβροχθισμένη | καταβροχθισμένο |
| Vocative | καταβροχθισμένε | καταβροχθισμένη | καταβροχθισμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | καταβροχθισμένοι | καταβροχθισμένες | καταβροχθισμένα |
| Genitive | καταβροχθισμένων | καταβροχθισμένων | καταβροχθισμένων |
| Accusative | καταβροχθισμένους | καταβροχθισμένες | καταβροχθισμένα |
| Vocative | καταβροχθισμένοι | καταβροχθισμένες | καταβροχθισμένα |
Other Forms
καταβροχθίζετε
• Singular • Active
καταβροχθίστε
• Singular • Active
καταβρόχθιζε
• Singular • Active
καταβρόχθισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "καταβροχθίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.