καταλογίζω (katalogízo)
English: assign
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About καταλογίζω
As a verb, καταλογίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | καταλογίζομαι καταλογίζω | θα καταλογίζομαι | καταλογίστηκα καταλόγισα | καταλογιζόμουν καταλογιζόμουνα καταλόγιζα |
| εσύ | καταλογίζεις καταλογίζεσαι | θα καταλογίζεις | καταλογίστηκες καταλόγισες | καταλογιζόσουν καταλογιζόσουνα καταλόγιζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | καταλογίζει καταλογίζεται | θα καταλογίζει | καταλογίστηκε καταλόγισε | καταλογιζόταν καταλογιζότανε καταλόγιζε |
| εμείς | καταλογίζουμε καταλογιζόμαστε | θα καταλογίζουμε | καταλογίσαμε καταλογιστήκαμε | καταλογίζαμε καταλογιζόμασταν καταλογιζόμαστε |
| εσείς | καταλογίζεστε καταλογίζετε | θα καταλογίζεστε | καταλογίσατε καταλογιστήκατε | καταλογίζατε καταλογιζόσασταν καταλογιζόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | καταλογίζονται καταλογίζουν καταλογίζουνε | θα καταλογίζονται | καταλογίσαν καταλογίσανε καταλογίστηκαν καταλογιστήκαν καταλογιστήκανε καταλόγισαν | καταλογίζαν καταλογίζανε καταλογίζονταν καταλογιζόντουσαν καταλόγιζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | καταλογισμένος | καταλογισμένη | καταλογισμένο |
| Genitive | καταλογισμένου | καταλογισμένης | καταλογισμένου |
| Accusative | καταλογισμένο | καταλογισμένη | καταλογισμένο |
| Vocative | καταλογισμένε | καταλογισμένη | καταλογισμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | καταλογισμένοι | καταλογισμένες | καταλογισμένα |
| Genitive | καταλογισμένων | καταλογισμένων | καταλογισμένων |
| Accusative | καταλογισμένους | καταλογισμένες | καταλογισμένα |
| Vocative | καταλογισμένοι | καταλογισμένες | καταλογισμένα |
Other Forms
καταλογίζεστε
• Singular • Passive
καταλογίζετε
• Singular • Active
καταλογίζου
• Singular • Passive
καταλογίσου
• Singular • Passive
καταλογίστε
• Singular • Active
καταλογιστείτε
• Singular • Passive
καταλόγιζε
• Singular • Active
καταλόγισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "καταλογίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.