καταπολεμώ (katapolemó)

English: combat

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About καταπολεμώ

As a verb, καταπολεμώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: κα‧τα‧πο‧λε‧μώ

Definitions & Examples

  • verb:
    to fight, combat (against a habit, a situation) to eradicate it
    Examples:
    • Οι κυτταροκίνες σε χαμηλές συγκεντρώσεις βοηθούν τον οργανισμό μας να καταπολεμήσει τις λοιμώξεις.Oi kyttarokínes se chamilés sygkentróseis voïthoún ton organismó mas na katapolemísei tis loimóxeis.
    • Cytokines in low concentrations help our body fight infections.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
καταπολεμάω
καταπολεμούμαι
καταπολεμώ
θα καταπολεμάώ
καταπολέμησα
καταπολεμήθηκα
καταπολεμούμουν
καταπολεμούσα
εσύ
καταπολεμάς
καταπολεμείσαι
θα καταπολεμάς
καταπολέμησες
καταπολεμήθηκες
καταπολεμούσες
καταπολεμούσουν
αυτός/αυτή/αυτό
καταπολεμά
καταπολεμάει
καταπολεμείται
θα καταπολεμά
καταπολέμησε
καταπολεμήθηκε
καταπολεμούνταν
καταπολεμούσε
εμείς
καταπολεμάμε
καταπολεμούμαστε
καταπολεμούμε
θα καταπολεμάμε
καταπολεμήσαμε
καταπολεμηθήκαμε
καταπολεμούμασταν
καταπολεμούμαστε
καταπολεμούσαμε
εσείς
καταπολεμάτε
καταπολεμείστε
θα καταπολεμάτε
καταπολεμήσατε
καταπολεμηθήκατε
καταπολεμούσασταν
καταπολεμούσαστε
καταπολεμούσατε
αυτοί/αυτές/αυτά
καταπολεμάν
καταπολεμάνε
καταπολεμούν
καταπολεμούνε
καταπολεμούνται
θα καταπολεμάν
καταπολέμησαν
καταπολεμήθηκαν
καταπολεμήσαν
καταπολεμήσανε
καταπολεμηθήκαν
καταπολεμηθήκανε
καταπολεμούνταν
καταπολεμούσαν
καταπολεμούσανε

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeκαταπολεμημένοςκαταπολεμημένηκαταπολεμημένο
Genitiveκαταπολεμημένουκαταπολεμημένηςκαταπολεμημένου
Accusativeκαταπολεμημένοκαταπολεμημένηκαταπολεμημένο
Vocativeκαταπολεμημένεκαταπολεμημένηκαταπολεμημένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeκαταπολεμημένοικαταπολεμημένεςκαταπολεμημένα
Genitiveκαταπολεμημένωνκαταπολεμημένωνκαταπολεμημένων
Accusativeκαταπολεμημένουςκαταπολεμημένεςκαταπολεμημένα
Vocativeκαταπολεμημένοικαταπολεμημένεςκαταπολεμημένα

Active Voice

Other Forms

καταπολέμα
• Singular • Active
καταπολέμαγε
• Singular • Active
καταπολέμησε
• Singular • Active
καταπολεμάτε
• Singular • Active
καταπολεμήσου
• Singular • Passive
καταπολεμήστε
• Singular • Active
καταπολεμείστε
• Singular • Passive
καταπολεμηθείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "καταπολεμώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words