κατευνάζω (katefnázo)
English: appease
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About κατευνάζω
As a verb, κατευνάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to placate, pacify
 - verb:to quieten, make tranquil
 
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | κατευνάζομαι κατευνάζω  | θα κατευνάζομαι | κατευνάστηκα κατεύνασα  | κατευναζόμουν κατευναζόμουνα κατεύναζα  | 
| εσύ | κατευνάζεις κατευνάζεσαι  | θα κατευνάζεις | κατευνάστηκες κατεύνασες  | κατευναζόσουν κατευναζόσουνα κατεύναζες  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | κατευνάζει κατευνάζεται  | θα κατευνάζει | κατευνάστηκε κατεύνασε  | κατευναζόταν κατευναζότανε κατεύναζε  | 
| εμείς | κατευνάζουμε κατευναζόμαστε  | θα κατευνάζουμε | κατευνάσαμε κατευναστήκαμε  | κατευνάζαμε κατευναζόμασταν κατευναζόμαστε  | 
| εσείς | κατευνάζεστε κατευνάζετε  | θα κατευνάζεστε | κατευνάσατε κατευναστήκατε  | κατευνάζατε κατευναζόσασταν κατευναζόσαστε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | κατευνάζονται κατευνάζουν κατευνάζουνε  | θα κατευνάζονται | κατευνάσαν κατευνάσανε κατευνάστηκαν κατευναστήκαν κατευναστήκανε κατεύνασαν  | κατευνάζαν κατευνάζανε κατευνάζονταν κατευναζόντουσαν κατεύναζαν  | 
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | κατευνασμένος | κατευνασμένη | κατευνασμένο | 
| Genitive | κατευνασμένου | κατευνασμένης | κατευνασμένου | 
| Accusative | κατευνασμένο | κατευνασμένη | κατευνασμένο | 
| Vocative | κατευνασμένε | κατευνασμένη | κατευνασμένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | κατευνασμένοι | κατευνασμένες | κατευνασμένα | 
| Genitive | κατευνασμένων | κατευνασμένων | κατευνασμένων | 
| Accusative | κατευνασμένους | κατευνασμένες | κατευνασμένα | 
| Vocative | κατευνασμένοι | κατευνασμένες | κατευνασμένα | 
Other Forms
κατευνάζεστε
 • Singular • Passive
κατευνάζετε
 • Singular • Active
κατευνάζου
 • Singular • Passive
κατευνάσου
 • Singular • Passive
κατευνάστε
 • Singular • Active
κατευναστείτε
 • Singular • Passive
κατεύναζε
 • Singular • Active
κατεύνασε
 • Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κατευνάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.