κατοικώ (katikó)
English: inhabit
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About κατοικώ
As a verb, κατοικώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: κα‧τοι‧κώ
Definitions & Examples
- verb:(intransitive) to inhabit, reside permanently
 
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | κατοικούμαι κατοικώ  | θα κατοικούμαι | κατοίκησα κατοικήθηκα  | κατοικούμουν κατοικούσα  | 
| εσύ | κατοικείς κατοικείσαι  | θα κατοικείς | κατοίκησες κατοικήθηκες  | κατοικούσες κατοικούσουν  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | κατοικεί κατοικείται  | θα κατοικεί | κατοίκησε κατοικήθηκε  | κατοικούνταν κατοικούσε  | 
| εμείς | κατοικούμαστε κατοικούμε  | θα κατοικούμαστε | κατοικήσαμε κατοικηθήκαμε  | κατοικούμασταν κατοικούμαστε κατοικούσαμε  | 
| εσείς | κατοικείστε κατοικείτε  | θα κατοικείστε | κατοικήσατε κατοικηθήκατε  | κατοικούσασταν κατοικούσαστε κατοικούσατε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | κατοικούν κατοικούνε κατοικούνται  | θα κατοικούν | κατοίκησαν κατοικήθηκαν κατοικήσαν κατοικήσανε κατοικηθήκαν κατοικηθήκανε  | κατοικούνταν κατοικούσαν κατοικούσανε  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | κατοικημένος | κατοικημένη | κατοικημένο | 
| Genitive | κατοικημένου | κατοικημένης | κατοικημένου | 
| Accusative | κατοικημένο | κατοικημένη | κατοικημένο | 
| Vocative | κατοικημένε | κατοικημένη | κατοικημένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | κατοικημένοι | κατοικημένες | κατοικημένα | 
| Genitive | κατοικημένων | κατοικημένων | κατοικημένων | 
| Accusative | κατοικημένους | κατοικημένες | κατοικημένα | 
| Vocative | κατοικημένοι | κατοικημένες | κατοικημένα | 
Active Voice
Other Forms
κατοίκει
 • Singular • Active
κατοίκησε
 • Singular • Active
κατοικήσου
 • Singular • Passive
κατοικήστε
 • Singular • Active
κατοικείστε
 • Singular • Passive
κατοικείτε
 • Singular • Active
κατοικηθείτε
 • Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κατοικώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.