κατορθώνω (katorthóno)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About κατορθώνω
As a verb, κατορθώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to achieve, succeed
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | κατορθώνω | θα κατορθώνώ | κατόρθωσα | κατόρθωνα |
| εσύ | κατορθώνεις | θα κατορθώνεις | κατόρθωσες | κατόρθωνες |
| αυτός/αυτή/αυτό | κατορθώνει | θα κατορθώνει | κατόρθωσε | κατόρθωνε |
| εμείς | κατορθώνουμε | θα κατορθώνουμε | κατορθώσαμε | κατορθώναμε |
| εσείς | κατορθώνετε | θα κατορθώνετε | κατορθώσατε | κατορθώνατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | κατορθώνουν κατορθώνουνε | θα κατορθώνουν | κατορθώσαν κατορθώσανε κατόρθωσαν | κατορθώναν κατορθώνανε κατόρθωναν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | κατορθωμένος | κατορθωμένη | κατορθωμένο |
| Genitive | κατορθωμένου | κατορθωμένης | κατορθωμένου |
| Accusative | κατορθωμένο | κατορθωμένη | κατορθωμένο |
| Vocative | κατορθωμένε | κατορθωμένη | κατορθωμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | κατορθωμένοι | κατορθωμένες | κατορθωμένα |
| Genitive | κατορθωμένων | κατορθωμένων | κατορθωμένων |
| Accusative | κατορθωμένους | κατορθωμένες | κατορθωμένα |
| Vocative | κατορθωμένοι | κατορθωμένες | κατορθωμένα |
Active Voice
Other Forms
κατορθώνετε
• Singular • Active
κατορθώστε
• Singular • Active
κατόρθωνε
• Singular • Active
κατόρθωσε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κατορθώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.