κατορθώνω (katorthóno)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About κατορθώνω
As a verb, κατορθώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | κατορθώνω  | θα κατορθώνώ | κατόρθωσα  | κατόρθωνα  | 
| εσύ | κατορθώνεις  | θα κατορθώνεις | κατόρθωσες  | κατόρθωνες  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | κατορθώνει  | θα κατορθώνει | κατόρθωσε  | κατόρθωνε  | 
| εμείς | κατορθώνουμε  | θα κατορθώνουμε | κατορθώσαμε  | κατορθώναμε  | 
| εσείς | κατορθώνετε  | θα κατορθώνετε | κατορθώσατε  | κατορθώνατε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | κατορθώνουν κατορθώνουνε  | θα κατορθώνουν | κατορθώσαν κατορθώσανε κατόρθωσαν  | κατορθώναν κατορθώνανε κατόρθωναν  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | κατορθωμένος | κατορθωμένη | κατορθωμένο | 
| Genitive | κατορθωμένου | κατορθωμένης | κατορθωμένου | 
| Accusative | κατορθωμένο | κατορθωμένη | κατορθωμένο | 
| Vocative | κατορθωμένε | κατορθωμένη | κατορθωμένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | κατορθωμένοι | κατορθωμένες | κατορθωμένα | 
| Genitive | κατορθωμένων | κατορθωμένων | κατορθωμένων | 
| Accusative | κατορθωμένους | κατορθωμένες | κατορθωμένα | 
| Vocative | κατορθωμένοι | κατορθωμένες | κατορθωμένα | 
Active Voice
Other Forms
κατορθώνετε
 • Singular • Active
κατορθώστε
 • Singular • Active
κατόρθωνε
 • Singular • Active
κατόρθωσε
 • Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κατορθώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.