κοινωνικοποιώ (kinonikopió)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About κοινωνικοποιώ
As a verb, κοινωνικοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:(psychology) to socialise
- verb:to nationalise, take into social ownership
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | κοινωνικοποιούμαι κοινωνικοποιώ | θα κοινωνικοποιούμαι | κοινωνικοποίησα κοινωνικοποιήθηκα | κοινωνικοποιούμουν κοινωνικοποιούσα |
εσύ | κοινωνικοποιείς κοινωνικοποιείσαι | θα κοινωνικοποιείς | κοινωνικοποίησες κοινωνικοποιήθηκες | κοινωνικοποιούσες κοινωνικοποιούσουν |
αυτός/αυτή/αυτό | κοινωνικοποιεί κοινωνικοποιείται | θα κοινωνικοποιεί | κοινωνικοποίησε κοινωνικοποιήθηκε | κοινωνικοποιούνταν κοινωνικοποιούσε |
εμείς | κοινωνικοποιούμαστε κοινωνικοποιούμε | θα κοινωνικοποιούμαστε | κοινωνικοποιήσαμε κοινωνικοποιηθήκαμε | κοινωνικοποιούμασταν κοινωνικοποιούμαστε κοινωνικοποιούσαμε |
εσείς | κοινωνικοποιείστε κοινωνικοποιείτε | θα κοινωνικοποιείστε | κοινωνικοποιήσατε κοινωνικοποιηθήκατε | κοινωνικοποιούσασταν κοινωνικοποιούσαστε κοινωνικοποιούσατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | κοινωνικοποιούν κοινωνικοποιούνε κοινωνικοποιούνται | θα κοινωνικοποιούν | κοινωνικοποίησαν κοινωνικοποιήθηκαν κοινωνικοποιήσαν κοινωνικοποιήσανε κοινωνικοποιηθήκαν κοινωνικοποιηθήκανε | κοινωνικοποιούνταν κοινωνικοποιούσαν κοινωνικοποιούσανε |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | κοινωνικοποιημένος | κοινωνικοποιημένη | κοινωνικοποιημένο |
Genitive | κοινωνικοποιημένου | κοινωνικοποιημένης | κοινωνικοποιημένου |
Accusative | κοινωνικοποιημένο | κοινωνικοποιημένη | κοινωνικοποιημένο |
Vocative | κοινωνικοποιημένε | κοινωνικοποιημένη | κοινωνικοποιημένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | κοινωνικοποιημένοι | κοινωνικοποιημένες | κοινωνικοποιημένα |
Genitive | κοινωνικοποιημένων | κοινωνικοποιημένων | κοινωνικοποιημένων |
Accusative | κοινωνικοποιημένους | κοινωνικοποιημένες | κοινωνικοποιημένα |
Vocative | κοινωνικοποιημένοι | κοινωνικοποιημένες | κοινωνικοποιημένα |
Active Voice
Other Forms
κοινωνικοποίει
• Singular • Active
κοινωνικοποίησε
• Singular • Active
κοινωνικοποιήσου
• Singular • Passive
κοινωνικοποιήστε
• Singular • Active
κοινωνικοποιείστε
• Singular • Passive
κοινωνικοποιείτε
• Singular • Active
κοινωνικοποιηθείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κοινωνικοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.