κοινωνικοποιώ (kinonikopió)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About κοινωνικοποιώ
As a verb, κοινωνικοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | κοινωνικοποιούμαι κοινωνικοποιώ | θα κοινωνικοποιούμαι | κοινωνικοποίησα κοινωνικοποιήθηκα | κοινωνικοποιούμουν κοινωνικοποιούσα |
| εσύ | κοινωνικοποιείς κοινωνικοποιείσαι | θα κοινωνικοποιείς | κοινωνικοποίησες κοινωνικοποιήθηκες | κοινωνικοποιούσες κοινωνικοποιούσουν |
| αυτός/αυτή/αυτό | κοινωνικοποιεί κοινωνικοποιείται | θα κοινωνικοποιεί | κοινωνικοποίησε κοινωνικοποιήθηκε | κοινωνικοποιούνταν κοινωνικοποιούσε |
| εμείς | κοινωνικοποιούμαστε κοινωνικοποιούμε | θα κοινωνικοποιούμαστε | κοινωνικοποιήσαμε κοινωνικοποιηθήκαμε | κοινωνικοποιούμασταν κοινωνικοποιούμαστε κοινωνικοποιούσαμε |
| εσείς | κοινωνικοποιείστε κοινωνικοποιείτε | θα κοινωνικοποιείστε | κοινωνικοποιήσατε κοινωνικοποιηθήκατε | κοινωνικοποιούσασταν κοινωνικοποιούσαστε κοινωνικοποιούσατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | κοινωνικοποιούν κοινωνικοποιούνε κοινωνικοποιούνται | θα κοινωνικοποιούν | κοινωνικοποίησαν κοινωνικοποιήθηκαν κοινωνικοποιήσαν κοινωνικοποιήσανε κοινωνικοποιηθήκαν κοινωνικοποιηθήκανε | κοινωνικοποιούνταν κοινωνικοποιούσαν κοινωνικοποιούσανε |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | κοινωνικοποιημένος | κοινωνικοποιημένη | κοινωνικοποιημένο |
| Genitive | κοινωνικοποιημένου | κοινωνικοποιημένης | κοινωνικοποιημένου |
| Accusative | κοινωνικοποιημένο | κοινωνικοποιημένη | κοινωνικοποιημένο |
| Vocative | κοινωνικοποιημένε | κοινωνικοποιημένη | κοινωνικοποιημένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | κοινωνικοποιημένοι | κοινωνικοποιημένες | κοινωνικοποιημένα |
| Genitive | κοινωνικοποιημένων | κοινωνικοποιημένων | κοινωνικοποιημένων |
| Accusative | κοινωνικοποιημένους | κοινωνικοποιημένες | κοινωνικοποιημένα |
| Vocative | κοινωνικοποιημένοι | κοινωνικοποιημένες | κοινωνικοποιημένα |
Active Voice
Other Forms
κοινωνικοποίει
• Singular • Active
κοινωνικοποίησε
• Singular • Active
κοινωνικοποιήσου
• Singular • Passive
κοινωνικοποιήστε
• Singular • Active
κοινωνικοποιείστε
• Singular • Passive
κοινωνικοποιείτε
• Singular • Active
κοινωνικοποιηθείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κοινωνικοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.