κοπρίζω (koprízo)
English: muck
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About κοπρίζω
As a verb, κοπρίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | κοπρίζομαι κοπρίζω | θα κοπρίζομαι | κοπρίστηκα κόπρισα | κοπριζόμουν κοπριζόμουνα κόπριζα |
εσύ | κοπρίζεις κοπρίζεσαι | θα κοπρίζεις | κοπρίστηκες κόπρισες | κοπριζόσουν κοπριζόσουνα κόπριζες |
αυτός/αυτή/αυτό | κοπρίζει κοπρίζεται | θα κοπρίζει | κοπρίστηκε κόπρισε | κοπριζόταν κοπριζότανε κόπριζε |
εμείς | κοπρίζουμε κοπριζόμαστε | θα κοπρίζουμε | κοπρίσαμε κοπριστήκαμε | κοπρίζαμε κοπριζόμασταν κοπριζόμαστε |
εσείς | κοπρίζεστε κοπρίζετε | θα κοπρίζεστε | κοπρίσατε κοπριστήκατε | κοπρίζατε κοπριζόσασταν κοπριζόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | κοπρίζονται κοπρίζουν κοπρίζουνε | θα κοπρίζονται | κοπρίσαν κοπρίσανε κοπρίστηκαν κοπριστήκαν κοπριστήκανε κόπρισαν | κοπρίζαν κοπρίζανε κοπρίζονταν κοπριζόντουσαν κόπριζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | κοπρισμένος | κοπρισμένη | κοπρισμένο |
Genitive | κοπρισμένου | κοπρισμένης | κοπρισμένου |
Accusative | κοπρισμένο | κοπρισμένη | κοπρισμένο |
Vocative | κοπρισμένε | κοπρισμένη | κοπρισμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | κοπρισμένοι | κοπρισμένες | κοπρισμένα |
Genitive | κοπρισμένων | κοπρισμένων | κοπρισμένων |
Accusative | κοπρισμένους | κοπρισμένες | κοπρισμένα |
Vocative | κοπρισμένοι | κοπρισμένες | κοπρισμένα |
Other Forms
κοπρίζεστε
• Singular • Passive
κοπρίζετε
• Singular • Active
κοπρίζου
• Singular • Passive
κοπρίσου
• Singular • Passive
κοπρίστε
• Singular • Active
κοπριστείτε
• Singular • Passive
κόπριζε
• Singular • Active
κόπρισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κοπρίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.