κρατικοποιώ (kratikopió)
English: nationalise
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About κρατικοποιώ
As a verb, κρατικοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: κρα‧τι‧κο‧ποι‧ώ
Definitions & Examples
- verb:to nationalise (UK), nationalize (US) (take into public ownership)Examples:
- Antonyms: αποκρατικοποιώ (apokratikopoió), απεθνικοποιώ (apethnikopoió)
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | κρατικοποιούμαι κρατικοποιώ | θα κρατικοποιούμαι | κρατικοποίησα κρατικοποιήθηκα | κρατικοποιούμουν κρατικοποιούσα |
| εσύ | κρατικοποιείς κρατικοποιείσαι | θα κρατικοποιείς | κρατικοποίησες κρατικοποιήθηκες | κρατικοποιούσες κρατικοποιούσουν |
| αυτός/αυτή/αυτό | κρατικοποιεί κρατικοποιείται | θα κρατικοποιεί | κρατικοποίησε κρατικοποιήθηκε | κρατικοποιούνταν κρατικοποιούσε |
| εμείς | κρατικοποιούμαστε κρατικοποιούμε | θα κρατικοποιούμαστε | κρατικοποιήσαμε κρατικοποιηθήκαμε | κρατικοποιούμασταν κρατικοποιούμαστε κρατικοποιούσαμε |
| εσείς | κρατικοποιείστε κρατικοποιείτε | θα κρατικοποιείστε | κρατικοποιήσατε κρατικοποιηθήκατε | κρατικοποιούσασταν κρατικοποιούσαστε κρατικοποιούσατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | κρατικοποιούν κρατικοποιούνε κρατικοποιούνται | θα κρατικοποιούν | κρατικοποίησαν κρατικοποιήθηκαν κρατικοποιήσαν κρατικοποιήσανε κρατικοποιηθήκαν κρατικοποιηθήκανε | κρατικοποιούνταν κρατικοποιούσαν κρατικοποιούσανε |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | κρατικοποιημένος | κρατικοποιημένη | κρατικοποιημένο |
| Genitive | κρατικοποιημένου | κρατικοποιημένης | κρατικοποιημένου |
| Accusative | κρατικοποιημένο | κρατικοποιημένη | κρατικοποιημένο |
| Vocative | κρατικοποιημένε | κρατικοποιημένη | κρατικοποιημένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | κρατικοποιημένοι | κρατικοποιημένες | κρατικοποιημένα |
| Genitive | κρατικοποιημένων | κρατικοποιημένων | κρατικοποιημένων |
| Accusative | κρατικοποιημένους | κρατικοποιημένες | κρατικοποιημένα |
| Vocative | κρατικοποιημένοι | κρατικοποιημένες | κρατικοποιημένα |
Active Voice
Other Forms
κρατικοποίει
• Singular • Active
κρατικοποίησε
• Singular • Active
κρατικοποιήσου
• Singular • Passive
κρατικοποιήστε
• Singular • Active
κρατικοποιείστε
• Singular • Passive
κρατικοποιείτε
• Singular • Active
κρατικοποιηθείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κρατικοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.