λατρεύω (latréfo)
English: adore
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About λατρεύω
As a verb, λατρεύω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: λα‧τρεύ‧ω
Definitions & Examples
- verb:to worship, adore
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | λατρεύομαι λατρεύω | θα λατρεύομαι | λάτρεψα λατρεύτηκα | λάτρευα λατρευόμουν λατρευόμουνα |
| εσύ | λατρεύεις λατρεύεσαι | θα λατρεύεις | λάτρεψες λατρεύτηκες | λάτρευες λατρευόσουν λατρευόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | λατρεύει λατρεύεται | θα λατρεύει | λάτρεψε λατρεύτηκε | λάτρευε λατρευόταν λατρευότανε |
| εμείς | λατρευόμαστε λατρεύουμε | θα λατρευόμαστε | λατρέψαμε λατρευτήκαμε | λατρευόμασταν λατρευόμαστε λατρεύαμε |
| εσείς | λατρεύεστε λατρεύετε | θα λατρεύεστε | λατρέψατε λατρευτήκατε | λατρευόσασταν λατρευόσαστε λατρεύατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | λατρεύονται λατρεύουν λατρεύουνε | θα λατρεύονται | λάτρεψαν λατρέψαν λατρέψανε λατρευτήκαν λατρευτήκανε λατρεύτηκαν | λάτρευαν λατρευόντουσαν λατρεύαν λατρεύανε λατρεύονταν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | λατρεμένος | λατρεμένη | λατρεμένο |
| Genitive | λατρεμένου | λατρεμένης | λατρεμένου |
| Accusative | λατρεμένο | λατρεμένη | λατρεμένο |
| Vocative | λατρεμένε | λατρεμένη | λατρεμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | λατρεμένοι | λατρεμένες | λατρεμένα |
| Genitive | λατρεμένων | λατρεμένων | λατρεμένων |
| Accusative | λατρεμένους | λατρεμένες | λατρεμένα |
| Vocative | λατρεμένοι | λατρεμένες | λατρεμένα |
Active Voice
Other Forms
λάτρευε
• Singular • Active
λάτρεψε
• Singular • Active
λατρέψου
• Singular • Passive
λατρέψτε
• Singular • Active
λατρευτείτε
• Singular • Passive
λατρεύεστε
• Singular • Passive
λατρεύετε
• Singular • Active
λατρεύου
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "λατρεύω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.