μαγειρεύω (magiréfo)
English: cook
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About μαγειρεύω
As a verb, μαγειρεύω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: μα‧γει‧ρεύ‧ω
Definitions & Examples
- verb:to cook
- verb:(figuratively) to cook up
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | μαγειρεύομαι μαγειρεύομαι μαγειρεύω | θα μαγειρεύομαι | μαγείρεψα μαγειρεύτηκα | μαγείρευα μαγειρευόμουν μαγειρευόμουνα |
εσύ | μαγειρεύεις μαγειρεύεσαι | θα μαγειρεύεις | μαγείρεψες μαγειρεύτηκες | μαγείρευες μαγειρευόσουν μαγειρευόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | μαγειρεύει μαγειρεύεται | θα μαγειρεύει | μαγείρεψε μαγειρεύτηκε | μαγείρευε μαγειρευόταν μαγειρευότανε |
εμείς | μαγειρευόμαστε μαγειρεύουμε | θα μαγειρευόμαστε | μαγειρέψαμε μαγειρευτήκαμε | μαγειρευόμασταν μαγειρευόμαστε μαγειρεύαμε |
εσείς | μαγειρεύεστε μαγειρεύετε | θα μαγειρεύεστε | μαγειρέψατε μαγειρευτήκατε | μαγειρευόσασταν μαγειρευόσαστε μαγειρεύατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | μαγειρεύονται μαγειρεύουν μαγειρεύουνε | θα μαγειρεύονται | μαγείρεψαν μαγειρέψαν μαγειρέψανε μαγειρευτήκαν μαγειρευτήκανε μαγειρεύτηκαν | μαγείρευαν μαγειρευόντουσαν μαγειρεύαν μαγειρεύανε μαγειρεύονταν |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | μαγειρεμένος | μαγειρεμένη | μαγειρεμένο |
Genitive | μαγειρεμένου | μαγειρεμένης | μαγειρεμένου |
Accusative | μαγειρεμένο | μαγειρεμένη | μαγειρεμένο |
Vocative | μαγειρεμένε | μαγειρεμένη | μαγειρεμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | μαγειρεμένοι | μαγειρεμένες | μαγειρεμένα |
Genitive | μαγειρεμένων | μαγειρεμένων | μαγειρεμένων |
Accusative | μαγειρεμένους | μαγειρεμένες | μαγειρεμένα |
Vocative | μαγειρεμένοι | μαγειρεμένες | μαγειρεμένα |
Active Voice
Other Forms
μαγείρευε
• Singular • Active
μαγείρεψε
• Singular • Active
μαγειρέψου
• Singular • Passive
μαγειρέψτε
• Singular • Active
μαγειρευτείτε
• Singular • Passive
μαγειρεύεστε
• Singular • Passive
μαγειρεύετε
• Singular • Active
μαγειρεύου
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "μαγειρεύω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.