μαχαιρώνω (makheróno)
English: stab
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About μαχαιρώνω
As a verb, μαχαιρώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | μαχαιρώνομαι μαχαιρώνω | θα μαχαιρώνομαι | μαχαίρωσα μαχαιρώθηκα | μαχαίρωνα μαχαιρωνόμουν μαχαιρωνόμουνα |
| εσύ | μαχαιρώνεις μαχαιρώνεσαι | θα μαχαιρώνεις | μαχαίρωσες μαχαιρώθηκες | μαχαίρωνες μαχαιρωνόσουν μαχαιρωνόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | μαχαιρώνει μαχαιρώνεται | θα μαχαιρώνει | μαχαίρωσε μαχαιρώθηκε | μαχαίρωνε μαχαιρωνόταν μαχαιρωνότανε |
| εμείς | μαχαιρωνόμαστε μαχαιρώνουμε | θα μαχαιρωνόμαστε | μαχαιρωθήκαμε μαχαιρώσαμε | μαχαιρωνόμασταν μαχαιρωνόμαστε μαχαιρώναμε |
| εσείς | μαχαιρώνεστε μαχαιρώνετε | θα μαχαιρώνεστε | μαχαιρωθήκατε μαχαιρώσατε | μαχαιρωνόσασταν μαχαιρωνόσαστε μαχαιρώνατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | μαχαιρώνονται μαχαιρώνουν μαχαιρώνουνε | θα μαχαιρώνονται | μαχαίρωσαν μαχαιρωθήκαν μαχαιρωθήκανε μαχαιρώθηκαν μαχαιρώσαν μαχαιρώσανε | μαχαίρωναν μαχαιρωνόντουσαν μαχαιρώναν μαχαιρώνανε μαχαιρώνονταν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | μαχαιρωμένος | μαχαιρωμένη | μαχαιρωμένο |
| Genitive | μαχαιρωμένου | μαχαιρωμένης | μαχαιρωμένου |
| Accusative | μαχαιρωμένο | μαχαιρωμένη | μαχαιρωμένο |
| Vocative | μαχαιρωμένε | μαχαιρωμένη | μαχαιρωμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | μαχαιρωμένοι | μαχαιρωμένες | μαχαιρωμένα |
| Genitive | μαχαιρωμένων | μαχαιρωμένων | μαχαιρωμένων |
| Accusative | μαχαιρωμένους | μαχαιρωμένες | μαχαιρωμένα |
| Vocative | μαχαιρωμένοι | μαχαιρωμένες | μαχαιρωμένα |
Active Voice
Other Forms
μαχαίρωνε
• Singular • Active
μαχαίρωσε
• Singular • Active
μαχαιρωθείτε
• Singular • Passive
μαχαιρώνεστε
• Singular • Passive
μαχαιρώνετε
• Singular • Active
μαχαιρώνου
• Singular • Passive
μαχαιρώσου
• Singular • Passive
μαχαιρώστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "μαχαιρώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.