μοιράζω (mirázo)

English: share

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About μοιράζω

As a verb, μοιράζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: μοι‧ρά‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    to divide, cut up
  • verb:
    to divide, share out

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
μοιράζομαι
μοιράζω
θα μοιράζομαι
μοίρασα
μοιράστηκα
μοίραζα
μοιραζόμουν
μοιραζόμουνα
εσύ
μοιράζεις
μοιράζεσαι
θα μοιράζεις
μοίρασες
μοιράστηκες
μοίραζες
μοιραζόσουν
μοιραζόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
μοιράζει
μοιράζεται
θα μοιράζει
μοίρασε
μοιράστηκε
μοίραζε
μοιραζόταν
μοιραζότανε
εμείς
μοιράζουμε
μοιραζόμαστε
θα μοιράζουμε
μοιράσαμε
μοιραστήκαμε
μοιράζαμε
μοιραζόμασταν
μοιραζόμαστε
εσείς
μοιράζεστε
μοιράζετε
θα μοιράζεστε
μοιράσατε
μοιραστήκατε
μοιράζατε
μοιραζόσασταν
μοιραζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
μοιράζονται
μοιράζουν
μοιράζουνε
θα μοιράζονται
μοίρασαν
μοιράσαν
μοιράσανε
μοιράστηκαν
μοιραστήκαν
μοιραστήκανε
μοίραζαν
μοιράζαν
μοιράζανε
μοιράζονταν
μοιραζόντουσαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeμοιρασμένοςμοιρασμένημοιρασμένο
Genitiveμοιρασμένουμοιρασμένηςμοιρασμένου
Accusativeμοιρασμένομοιρασμένημοιρασμένο
Vocativeμοιρασμένεμοιρασμένημοιρασμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeμοιρασμένοιμοιρασμένεςμοιρασμένα
Genitiveμοιρασμένωνμοιρασμένωνμοιρασμένων
Accusativeμοιρασμένουςμοιρασμένεςμοιρασμένα
Vocativeμοιρασμένοιμοιρασμένεςμοιρασμένα

Other Forms

μοίραζε
• Singular • Active
μοίρασε
• Singular • Active
μοιράζεστε
• Singular • Passive
μοιράζετε
• Singular • Active
μοιράζου
• Singular • Passive
μοιράσου
• Singular • Passive
μοιράστε
• Singular • Active
μοιραστείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "μοιράζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.