νομιμοποιώ (nomimopió)

English: legitimize

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About νομιμοποιώ

As a verb, νομιμοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
νομιμοποιώ
θα νομιμοποιώ
νομιμοποίησα
νομιμοποιούσα
εσύ
νομιμοποιείς
θα νομιμοποιείς
νομιμοποίησες
νομιμοποιούσες
αυτός/αυτή/αυτό
νομιμοποιεί
θα νομιμοποιεί
νομιμοποίησε
νομιμοποιούσε
εμείς
νομιμοποιούμε
θα νομιμοποιούμε
νομιμοποιήσαμε
νομιμοποιούσαμε
εσείς
νομιμοποιείτε
θα νομιμοποιείτε
νομιμοποιήσατε
νομιμοποιούσατε
αυτοί/αυτές/αυτά
νομιμοποιούν
νομιμοποιούνε
θα νομιμοποιούν
νομιμοποίησαν
νομιμοποιήσαν
νομιμοποιήσανε
νομιμοποιούσαν
νομιμοποιούσανε

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeνομιμοποιημένοςνομιμοποιημένηνομιμοποιημένο
Genitiveνομιμοποιημένουνομιμοποιημένηςνομιμοποιημένου
Accusativeνομιμοποιημένονομιμοποιημένηνομιμοποιημένο
Vocativeνομιμοποιημένενομιμοποιημένηνομιμοποιημένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeνομιμοποιημένοινομιμοποιημένεςνομιμοποιημένα
Genitiveνομιμοποιημένωννομιμοποιημένωννομιμοποιημένων
Accusativeνομιμοποιημένουςνομιμοποιημένεςνομιμοποιημένα
Vocativeνομιμοποιημένοινομιμοποιημένεςνομιμοποιημένα

Active Voice

Other Forms

νομιμοποίει
• Singular • Active
νομιμοποίησε
• Singular • Active
νομιμοποιήστε
• Singular • Active
νομιμοποιείτε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "νομιμοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.