ξακρίζω (xakrízo)
English: trim
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About ξακρίζω
As a verb, ξακρίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | ξακρίζομαι ξακρίζω | θα ξακρίζομαι | ξάκρισα ξακρίστηκα | ξάκριζα ξακριζόμουν ξακριζόμουνα |
| εσύ | ξακρίζεις ξακρίζεσαι | θα ξακρίζεις | ξάκρισες ξακρίστηκες | ξάκριζες ξακριζόσουν ξακριζόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | ξακρίζει ξακρίζεται | θα ξακρίζει | ξάκρισε ξακρίστηκε | ξάκριζε ξακριζόταν ξακριζότανε |
| εμείς | ξακρίζουμε ξακριζόμαστε | θα ξακρίζουμε | ξακρίσαμε ξακριστήκαμε | ξακρίζαμε ξακριζόμασταν ξακριζόμαστε |
| εσείς | ξακρίζεστε ξακρίζετε | θα ξακρίζεστε | ξακρίσατε ξακριστήκατε | ξακρίζατε ξακριζόσασταν ξακριζόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | ξακρίζονται ξακρίζουν ξακρίζουνε | θα ξακρίζονται | ξάκρισαν ξακρίσαν ξακρίσανε ξακρίστηκαν ξακριστήκαν ξακριστήκανε | ξάκριζαν ξακρίζαν ξακρίζανε ξακρίζονταν ξακριζόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ξακρισμένος | ξακρισμένη | ξακρισμένο |
| Genitive | ξακρισμένου | ξακρισμένης | ξακρισμένου |
| Accusative | ξακρισμένο | ξακρισμένη | ξακρισμένο |
| Vocative | ξακρισμένε | ξακρισμένη | ξακρισμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ξακρισμένοι | ξακρισμένες | ξακρισμένα |
| Genitive | ξακρισμένων | ξακρισμένων | ξακρισμένων |
| Accusative | ξακρισμένους | ξακρισμένες | ξακρισμένα |
| Vocative | ξακρισμένοι | ξακρισμένες | ξακρισμένα |
Other Forms
ξάκριζε
• Singular • Active
ξάκρισε
• Singular • Active
ξακρίζεστε
• Singular • Passive
ξακρίζετε
• Singular • Active
ξακρίζου
• Singular • Passive
ξακρίσου
• Singular • Passive
ξακρίστε
• Singular • Active
ξακριστείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ξακρίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.