παρακάμπτω (parakábto)
English: detour
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About παρακάμπτω
As a verb, παρακάμπτω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: πα‧ρα‧κάμ‧πτω
Definitions & Examples
- verb:to bypass, skip, override
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | παρακάμπτομαι παρακάμπτω | θα παρακάμπτομαι | παρέκαμψα παρακάμφτηκα | παρέκαμπτα παρακαμπτόμουν παρακαμπτόμουνα |
| εσύ | παρακάμπτεις παρακάμπτεσαι | θα παρακάμπτεις | παρέκαμψες παρακάμφτηκες | παρέκαμπτες παρακαμπτόσουν παρακαμπτόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | παρακάμπτει παρακάμπτεται | θα παρακάμπτει | παρέκαμψε παρακάμφτηκε | παρέκαμπτε παρακαμπτόταν παρακαμπτότανε |
| εμείς | παρακάμπτουμε παρακαμπτόμαστε | θα παρακάμπτουμε | παρακάμψαμε παρακαμφτήκαμε | παρακάμπταμε παρακαμπτόμασταν παρακαμπτόμαστε |
| εσείς | παρακάμπτεστε παρακάμπτετε | θα παρακάμπτεστε | παρακάμψατε παρακαμφτήκατε | παρακάμπτατε παρακαμπτόσασταν παρακαμπτόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | παρακάμπτονται παρακάμπτουν παρακάμπτουνε | θα παρακάμπτονται | παρέκαμψαν παρακάμφτηκαν παρακάμψαν παρακάμψανε παρακαμφτήκαν παρακαμφτήκανε | παρέκαμπταν παρακάμπταν παρακάμπτανε παρακάμπτονταν παρακαμπτόντουσαν |
Active Voice
Other Forms
παράκαμπτε
• Singular • Active
παράκαμψε
• Singular • Active
παρακάμπτεστε
• Singular • Passive
παρακάμπτετε
• Singular • Active
παρακάμπτου
• Singular • Passive
παρακάμψου
• Singular • Passive
παρακάμψτε
• Singular • Active
παρακαμφτείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "παρακάμπτω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.