παρακωλύω (parakolío)
English: hinder
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About παρακωλύω
As a verb, παρακωλύω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
IPA: pa.ra.koˈli.o
Hyphenation: πα‧ρα‧κω‧λύ‧ω
Definitions & Examples
- verb:to hinder, impede, obstruct, preventExamples:
- Synonyms: παρεμποδίζω (parempodízo), κωλύω (kolýo)
- Το εμπόδιο παρακωλύει τη διέλευση των αυτοκινήτων.To empódio parakolýei ti diélefsi ton aftokiníton.
- The barrier prevents the passing of cars (cars from passing).
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | παρακωλύομαι παρακωλύω | θα παρακωλύομαι | παρακωλύθηκα παρακώλυσα | παρακωλυόμουν παρακωλυόμουνα παρακώλυα |
εσύ | παρακωλύεις παρακωλύεσαι | θα παρακωλύεις | παρακωλύθηκες παρακώλυσες | παρακωλυόσουν παρακωλυόσουνα παρακώλυες |
αυτός/αυτή/αυτό | παρακωλύει παρακωλύεται | θα παρακωλύει | παρακωλύθηκε παρακώλυσε | παρακωλυόταν παρακωλυότανε παρακώλυε |
εμείς | παρακωλυόμαστε παρακωλύουμε | θα παρακωλυόμαστε | παρακωλυθήκαμε παρακωλύσαμε | παρακωλυόμασταν παρακωλυόμαστε παρακωλύαμε |
εσείς | παρακωλύεστε παρακωλύετε | θα παρακωλύεστε | παρακωλυθήκατε παρακωλύσατε | παρακωλυόσασταν παρακωλυόσαστε παρακωλύατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | παρακωλύονται παρακωλύουν παρακωλύουνε | θα παρακωλύονται | παρακωλυθήκαν παρακωλυθήκανε παρακωλύθηκαν παρακωλύσαν παρακωλύσανε παρακώλυσαν | παρακωλυόντουσαν παρακωλύαν παρακωλύανε παρακωλύονταν παρακώλυαν |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | παρακωλυμένος | παρακωλυμένη | παρακωλυμένο |
Genitive | παρακωλυμένου | παρακωλυμένης | παρακωλυμένου |
Accusative | παρακωλυμένο | παρακωλυμένη | παρακωλυμένο |
Vocative | παρακωλυμένε | παρακωλυμένη | παρακωλυμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | παρακωλυμένοι | παρακωλυμένες | παρακωλυμένα |
Genitive | παρακωλυμένων | παρακωλυμένων | παρακωλυμένων |
Accusative | παρακωλυμένους | παρακωλυμένες | παρακωλυμένα |
Vocative | παρακωλυμένοι | παρακωλυμένες | παρακωλυμένα |
Active Voice
Other Forms
παρακωλυθείτε
• Singular • Passive
παρακωλύεστε
• Singular • Passive
παρακωλύετε
• Singular • Active
παρακωλύου
• Singular • Passive
παρακωλύσου
• Singular • Passive
παρακωλύστε
• Singular • Active
παρακώλυε
• Singular • Active
παρακώλυσε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "παρακωλύω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.