παραποιώ (parapió)
English: forge
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About παραποιώ
As a verb, παραποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | παραποιούμαι παραποιώ  | θα παραποιούμαι | παραποίησα παραποιήθηκα  | παραποιούμουν παραποιούσα  | 
| εσύ | παραποιείς παραποιείσαι  | θα παραποιείς | παραποίησες παραποιήθηκες  | παραποιούσες παραποιούσουν  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | παραποιεί παραποιείται  | θα παραποιεί | παραποίησε παραποιήθηκε  | παραποιούνταν παραποιούσε  | 
| εμείς | παραποιούμαστε παραποιούμε  | θα παραποιούμαστε | παραποιήσαμε παραποιηθήκαμε  | παραποιούμασταν παραποιούμαστε παραποιούσαμε  | 
| εσείς | παραποιείστε παραποιείτε  | θα παραποιείστε | παραποιήσατε παραποιηθήκατε  | παραποιούσασταν παραποιούσαστε παραποιούσατε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | παραποιούν παραποιούνε παραποιούνται  | θα παραποιούν | παραποίησαν παραποιήθηκαν παραποιήσαν παραποιήσανε παραποιηθήκαν παραποιηθήκανε  | παραποιούνταν παραποιούσαν παραποιούσανε  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | παραποιημένος | παραποιημένη | παραποιημένο | 
| Genitive | παραποιημένου | παραποιημένης | παραποιημένου | 
| Accusative | παραποιημένο | παραποιημένη | παραποιημένο | 
| Vocative | παραποιημένε | παραποιημένη | παραποιημένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | παραποιημένοι | παραποιημένες | παραποιημένα | 
| Genitive | παραποιημένων | παραποιημένων | παραποιημένων | 
| Accusative | παραποιημένους | παραποιημένες | παραποιημένα | 
| Vocative | παραποιημένοι | παραποιημένες | παραποιημένα | 
Active Voice
Other Forms
παραποίει
 • Singular • Active
παραποίησε
 • Singular • Active
παραποιήσου
 • Singular • Passive
παραποιήστε
 • Singular • Active
παραποιείστε
 • Singular • Passive
παραποιείτε
 • Singular • Active
παραποιηθείτε
 • Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "παραποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.