περιορίζω (periorízo)

English: confine

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About περιορίζω

As a verb, περιορίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Definitions & Examples

  • verb:
    (transitive) to confine, restrict, curb
    Examples:
    • Το υπουργείο επιθυμεί να περιορίσει την άνοδο του πληθωρισμού.To ypourgeío epithymeí na periorísei tin ánodo tou plithorismoú.
    • The ministry wishes to restrict the rise in inflation.
  • verb:
    (transitive) to limit
  • verb:
    (transitive) to restrain

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
περιορίζομαι
περιορίζω
θα περιορίζομαι
περιορίστηκα
περιόρισα
περιοριζόμουν
περιοριζόμουνα
περιόριζα
εσύ
περιορίζεις
περιορίζεσαι
θα περιορίζεις
περιορίστηκες
περιόρισες
περιοριζόσουν
περιοριζόσουνα
περιόριζες
αυτός/αυτή/αυτό
περιορίζει
περιορίζεται
θα περιορίζει
περιορίστηκε
περιόρισε
περιοριζόταν
περιοριζότανε
περιόριζε
εμείς
περιορίζουμε
περιοριζόμαστε
θα περιορίζουμε
περιορίσαμε
περιοριστήκαμε
περιορίζαμε
περιοριζόμασταν
περιοριζόμαστε
εσείς
περιορίζεστε
περιορίζετε
θα περιορίζεστε
περιορίσατε
περιοριστήκατε
περιορίζατε
περιοριζόσασταν
περιοριζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
περιορίζονται
περιορίζουν
περιορίζουνε
θα περιορίζονται
περιορίσαν
περιορίσανε
περιορίστηκαν
περιοριστήκαν
περιοριστήκανε
περιόρισαν
περιορίζαν
περιορίζανε
περιορίζονταν
περιοριζόντουσαν
περιόριζαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeπεριορισμένοςπεριορισμένηπεριορισμένο
Genitiveπεριορισμένουπεριορισμένηςπεριορισμένου
Accusativeπεριορισμένοπεριορισμένηπεριορισμένο
Vocativeπεριορισμένεπεριορισμένηπεριορισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeπεριορισμένοιπεριορισμένεςπεριορισμένα
Genitiveπεριορισμένωνπεριορισμένωνπεριορισμένων
Accusativeπεριορισμένουςπεριορισμένεςπεριορισμένα
Vocativeπεριορισμένοιπεριορισμένεςπεριορισμένα

Other Forms

περιορίζεστε
• Singular • Passive
περιορίζετε
• Singular • Active
περιορίζου
• Singular • Passive
περιορίσου
• Singular • Passive
περιορίστε
• Singular • Active
περιοριστείτε
• Singular • Passive
περιόριζε
• Singular • Active
περιόρισε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "περιορίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.