πλατσουρίζω (platsourízo)
English: splash
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About πλατσουρίζω
As a verb, πλατσουρίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | πλατσουρίζω | θα πλατσουρίζώ | πλατσούρισα | πλατσούριζα |
εσύ | πλατσουρίζεις | θα πλατσουρίζεις | πλατσούρισες | πλατσούριζες |
αυτός/αυτή/αυτό | πλατσουρίζει | θα πλατσουρίζει | πλατσούρισε | πλατσούριζε |
εμείς | πλατσουρίζουμε | θα πλατσουρίζουμε | πλατσουρίσαμε | πλατσουρίζαμε |
εσείς | πλατσουρίζετε | θα πλατσουρίζετε | πλατσουρίσατε | πλατσουρίζατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | πλατσουρίζουν πλατσουρίζουνε | θα πλατσουρίζουν | πλατσουρίσαν πλατσουρίσανε πλατσούρισαν | πλατσουρίζαν πλατσουρίζανε πλατσούριζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | πλατσουρισμένος | πλατσουρισμένη | πλατσουρισμένο |
Genitive | πλατσουρισμένου | πλατσουρισμένης | πλατσουρισμένου |
Accusative | πλατσουρισμένο | πλατσουρισμένη | πλατσουρισμένο |
Vocative | πλατσουρισμένε | πλατσουρισμένη | πλατσουρισμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | πλατσουρισμένοι | πλατσουρισμένες | πλατσουρισμένα |
Genitive | πλατσουρισμένων | πλατσουρισμένων | πλατσουρισμένων |
Accusative | πλατσουρισμένους | πλατσουρισμένες | πλατσουρισμένα |
Vocative | πλατσουρισμένοι | πλατσουρισμένες | πλατσουρισμένα |
Other Forms
πλατσουρίζετε
• Singular • Active
πλατσουρίστε
• Singular • Active
πλατσούριζε
• Singular • Active
πλατσούρισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "πλατσουρίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.