ποδοπατώ (podopató)
English: trample
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About ποδοπατώ
As a verb, ποδοπατώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | ποδοπατάω ποδοπατιέμαι ποδοπατώ | θα ποδοπατάώ | ποδοπάτησα | ποδοπατούσα |
εσύ | ποδοπατάς ποδοπατείς | θα ποδοπατάς | ποδοπάτησες | ποδοπατούσες |
αυτός/αυτή/αυτό | ποδοπατά ποδοπατάει ποδοπατεί | θα ποδοπατά | ποδοπάτησε | ποδοπατούσε |
εμείς | ποδοπατάμε ποδοπατούμε | θα ποδοπατάμε | ποδοπατήσαμε | ποδοπατούσαμε |
εσείς | ποδοπατάτε ποδοπατείτε | θα ποδοπατάτε | ποδοπατήσατε | ποδοπατούσατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | ποδοπατάν ποδοπατάνε ποδοπατούν ποδοπατούνε | θα ποδοπατάν | ποδοπάτησαν ποδοπατήσαν ποδοπατήσανε | ποδοπατούσαν |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | ποδοπατημένος | ποδοπατημένη | ποδοπατημένο |
Genitive | ποδοπατημένου | ποδοπατημένης | ποδοπατημένου |
Accusative | ποδοπατημένο | ποδοπατημένη | ποδοπατημένο |
Vocative | ποδοπατημένε | ποδοπατημένη | ποδοπατημένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | ποδοπατημένοι | ποδοπατημένες | ποδοπατημένα |
Genitive | ποδοπατημένων | ποδοπατημένων | ποδοπατημένων |
Accusative | ποδοπατημένους | ποδοπατημένες | ποδοπατημένα |
Vocative | ποδοπατημένοι | ποδοπατημένες | ποδοπατημένα |
Active Voice
Other Forms
ποδοπάτα
• Singular • Active
ποδοπάταγε
• Singular • Active
ποδοπάτησε
• Singular • Active
ποδοπατάτε
• Singular • Active
ποδοπατήστε
• Singular • Active
ποδοπατείτε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ποδοπατώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.