προκαθορίζω (prokathorízo)
English: predetermine
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About προκαθορίζω
As a verb, προκαθορίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | προκαθορίζω | θα προκαθορίζώ | προκαθόρισα | προκαθόριζα |
| εσύ | προκαθορίζεις | θα προκαθορίζεις | προκαθόρισες | προκαθόριζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | προκαθορίζει | θα προκαθορίζει | προκαθόρισε | προκαθόριζε |
| εμείς | προκαθορίζουμε | θα προκαθορίζουμε | προκαθορίσαμε | προκαθορίζαμε |
| εσείς | προκαθορίζετε | θα προκαθορίζετε | προκαθορίσατε | προκαθορίζατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | προκαθορίζουν προκαθορίζουνε | θα προκαθορίζουν | προκαθορίσαν προκαθορίσανε προκαθόρισαν | προκαθορίζαν προκαθορίζανε προκαθόριζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | προκαθορισμένος | προκαθορισμένη | προκαθορισμένο |
| Genitive | προκαθορισμένου | προκαθορισμένης | προκαθορισμένου |
| Accusative | προκαθορισμένο | προκαθορισμένη | προκαθορισμένο |
| Vocative | προκαθορισμένε | προκαθορισμένη | προκαθορισμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | προκαθορισμένοι | προκαθορισμένες | προκαθορισμένα |
| Genitive | προκαθορισμένων | προκαθορισμένων | προκαθορισμένων |
| Accusative | προκαθορισμένους | προκαθορισμένες | προκαθορισμένα |
| Vocative | προκαθορισμένοι | προκαθορισμένες | προκαθορισμένα |
Other Forms
προκαθορίζετε
• Singular • Active
προκαθορίστε
• Singular • Active
προκαθόριζε
• Singular • Active
προκαθόρισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "προκαθορίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.