προσδιορίζω (prosdiorízo)
English: determine
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About προσδιορίζω
As a verb, προσδιορίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Loading additional information...
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | προσδιορίζω | θα προσδιορίζώ | προσδιόρισα | προσδιόριζα |
| εσύ | προσδιορίζεις | θα προσδιορίζεις | προσδιόρισες | προσδιόριζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | προσδιορίζει | θα προσδιορίζει | προσδιόρισε | προσδιόριζε |
| εμείς | προσδιορίζουμε | θα προσδιορίζουμε | προσδιορίσαμε | προσδιορίζαμε |
| εσείς | προσδιορίζετε | θα προσδιορίζετε | προσδιορίσατε | προσδιορίζατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | προσδιορίζουν προσδιορίζουνε | θα προσδιορίζουν | προσδιορίσαν προσδιορίσανε προσδιόρισαν | προσδιορίζαν προσδιορίζανε προσδιόριζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | προσδιοριζόμενος | προσδιοριζόμενη | προσδιοριζόμενο |
| Genitive | προσδιοριζόμενου | προσδιοριζόμενης | προσδιοριζόμενου |
| Accusative | προσδιοριζόμενο | προσδιοριζόμενη | προσδιοριζόμενο |
| Vocative | προσδιοριζόμενε | προσδιοριζόμενη | προσδιοριζόμενο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | προσδιοριζόμενοι | προσδιοριζόμενες | προσδιοριζόμενα |
| Genitive | προσδιοριζόμενων | προσδιοριζόμενων | προσδιοριζόμενων |
| Accusative | προσδιοριζόμενους | προσδιοριζόμενες | προσδιοριζόμενα |
| Vocative | προσδιοριζόμενοι | προσδιοριζόμενες | προσδιοριζόμενα |
Other Forms
προσδιορίζετε
• Singular • Active
προσδιορίστε
• Singular • Active
προσδιόριζε
• Singular • Active
προσδιόρισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "προσδιορίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.