προστατεύω (prostatéfo)
English: protect
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About προστατεύω
As a verb, προστατεύω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: προ‧στα‧τεύ‧ω
Definitions & Examples
- verb:to protect, safeguard
 - verb:to give patronage to
 
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | προστατεύομαι προστατεύω  | θα προστατεύομαι | προστάτευσα προστατεύτηκα  | προστάτευα προστατευόμουν προστατευόμουνα  | 
| εσύ | προστατεύεις προστατεύεσαι  | θα προστατεύεις | προστάτευσες προστατεύτηκες  | προστάτευες προστατευόσουν προστατευόσουνα  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | προστατεύει προστατεύεται  | θα προστατεύει | προστάτευσε προστατεύτηκε  | προστάτευε προστατευόταν προστατευότανε  | 
| εμείς | προστατευόμαστε προστατεύουμε  | θα προστατευόμαστε | προστατευτήκαμε προστατεύσαμε  | προστατευόμασταν προστατευόμαστε προστατεύαμε  | 
| εσείς | προστατεύεστε προστατεύετε  | θα προστατεύεστε | προστατευτήκατε προστατεύσατε  | προστατευόσασταν προστατευόσαστε προστατεύατε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | προστατεύονται προστατεύουν προστατεύουνε  | θα προστατεύονται | προστάτευσαν προστατευτήκαν προστατευτήκανε προστατεύσαν προστατεύσανε προστατεύτηκαν  | προστάτευαν προστατευόντουσαν προστατεύαν προστατεύανε προστατεύονταν  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | προστατευμένος | προστατευμένη | προστατευμένο | 
| Genitive | προστατευμένου | προστατευμένης | προστατευμένου | 
| Accusative | προστατευμένο | προστατευμένη | προστατευμένο | 
| Vocative | προστατευμένε | προστατευμένη | προστατευμένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | προστατευμένοι | προστατευμένες | προστατευμένα | 
| Genitive | προστατευμένων | προστατευμένων | προστατευμένων | 
| Accusative | προστατευμένους | προστατευμένες | προστατευμένα | 
| Vocative | προστατευμένοι | προστατευμένες | προστατευμένα | 
Active Voice
Other Forms
προστάτευε
 • Singular • Active
προστάτευσε
 • Singular • Active
προστατευτείτε
 • Singular • Passive
προστατεύεστε
 • Singular • Passive
προστατεύετε
 • Singular • Active
προστατεύου
 • Singular • Passive
προστατεύσου
 • Singular • Passive
προστατεύστε
 • Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "προστατεύω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.