πυροβολώ (pirovoló)
English: shoot
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About πυροβολώ
As a verb, πυροβολώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | πυροβολάω πυροβολούμαι πυροβολώ | θα πυροβολάώ | πυροβολήθηκα πυροβόλησα | πυροβολούμουν πυροβολούσα |
| εσύ | πυροβολάς πυροβολείς πυροβολείσαι | θα πυροβολάς | πυροβολήθηκες πυροβόλησες | πυροβολούσες πυροβολούσουν |
| αυτός/αυτή/αυτό | πυροβολά πυροβολάει πυροβολεί πυροβολείται | θα πυροβολά | πυροβολήθηκε πυροβόλησε | πυροβολούνταν πυροβολούσε |
| εμείς | πυροβολάμε πυροβολούμαστε πυροβολούμε | θα πυροβολάμε | πυροβολήσαμε πυροβοληθήκαμε | πυροβολούμασταν πυροβολούμαστε πυροβολούσαμε |
| εσείς | πυροβολάτε πυροβολείστε πυροβολείτε | θα πυροβολάτε | πυροβολήσατε πυροβοληθήκατε | πυροβολούσασταν πυροβολούσαστε πυροβολούσατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | πυροβολάν πυροβολάνε πυροβολούν πυροβολούνε πυροβολούνται | θα πυροβολάν | πυροβολήθηκαν πυροβολήσαν πυροβολήσανε πυροβοληθήκαν πυροβοληθήκανε πυροβόλησαν | πυροβολούνταν πυροβολούσαν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | πυροβολημένος | πυροβολημένη | πυροβολημένο |
| Genitive | πυροβολημένου | πυροβολημένης | πυροβολημένου |
| Accusative | πυροβολημένο | πυροβολημένη | πυροβολημένο |
| Vocative | πυροβολημένε | πυροβολημένη | πυροβολημένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | πυροβολημένοι | πυροβολημένες | πυροβολημένα |
| Genitive | πυροβολημένων | πυροβολημένων | πυροβολημένων |
| Accusative | πυροβολημένους | πυροβολημένες | πυροβολημένα |
| Vocative | πυροβολημένοι | πυροβολημένες | πυροβολημένα |
Active Voice
Other Forms
πυροβολάτε
• Singular • Active
πυροβολήσου
• Singular • Passive
πυροβολήστε
• Singular • Active
πυροβολείστε
• Singular • Passive
πυροβολείτε
• Singular • Active
πυροβοληθείτε
• Singular • Passive
πυροβόλα
• Singular • Active
πυροβόλαγε
• Singular • Active
πυροβόλησε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "πυροβολώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.