σατιρίζω (satirízo)

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About σατιρίζω

As a verb, σατιρίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: σα‧τι‧ρί‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    to satirize

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
σατιρίζομαι
σατιρίζω
θα σατιρίζομαι
σατίρισα
σατιρίστηκα
σατίριζα
σατιριζόμουν
σατιριζόμουνα
εσύ
σατιρίζεις
σατιρίζεσαι
θα σατιρίζεις
σατίρισες
σατιρίστηκες
σατίριζες
σατιριζόσουν
σατιριζόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
σατιρίζει
σατιρίζεται
θα σατιρίζει
σατίρισε
σατιρίστηκε
σατίριζε
σατιριζόταν
σατιριζότανε
εμείς
σατιρίζουμε
σατιριζόμαστε
θα σατιρίζουμε
σατιρίσαμε
σατιριστήκαμε
σατιρίζαμε
σατιριζόμασταν
σατιριζόμαστε
εσείς
σατιρίζεστε
σατιρίζετε
θα σατιρίζεστε
σατιρίσατε
σατιριστήκατε
σατιρίζατε
σατιριζόσασταν
σατιριζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
σατιρίζονται
σατιρίζουν
σατιρίζουνε
θα σατιρίζονται
σατίρισαν
σατιρίσαν
σατιρίσανε
σατιρίστηκαν
σατιριστήκαν
σατιριστήκανε
σατίριζαν
σατιρίζαν
σατιρίζανε
σατιρίζονταν
σατιριζόντουσαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeσατιρισμένοςσατιρισμένησατιρισμένο
Genitiveσατιρισμένουσατιρισμένηςσατιρισμένου
Accusativeσατιρισμένοσατιρισμένησατιρισμένο
Vocativeσατιρισμένεσατιρισμένησατιρισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeσατιρισμένοισατιρισμένεςσατιρισμένα
Genitiveσατιρισμένωνσατιρισμένωνσατιρισμένων
Accusativeσατιρισμένουςσατιρισμένεςσατιρισμένα
Vocativeσατιρισμένοισατιρισμένεςσατιρισμένα

Other Forms

σατίριζε
• Singular • Active
σατίρισε
• Singular • Active
σατιρίζεστε
• Singular • Passive
σατιρίζετε
• Singular • Active
σατιρίζου
• Singular • Passive
σατιρίσου
• Singular • Passive
σατιρίστε
• Singular • Active
σατιριστείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "σατιρίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.