σκορπίζω (skorpízo)
English: scatter
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About σκορπίζω
As a verb, σκορπίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | σκορπίζομαι σκορπίζω | θα σκορπίζομαι | σκορπίστηκα σκόρπισα | σκορπιζόμουν σκορπιζόμουνα σκόρπιζα |
| εσύ | σκορπίζεις σκορπίζεσαι | θα σκορπίζεις | σκορπίστηκες σκόρπισες | σκορπιζόσουν σκορπιζόσουνα σκόρπιζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | σκορπίζει σκορπίζεται | θα σκορπίζει | σκορπίστηκε σκόρπισε | σκορπιζόταν σκορπιζότανε σκόρπιζε |
| εμείς | σκορπίζουμε σκορπιζόμαστε | θα σκορπίζουμε | σκορπίσαμε σκορπιστήκαμε | σκορπίζαμε σκορπιζόμασταν σκορπιζόμαστε |
| εσείς | σκορπίζεστε σκορπίζετε | θα σκορπίζεστε | σκορπίσατε σκορπιστήκατε | σκορπίζατε σκορπιζόσασταν σκορπιζόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | σκορπίζονται σκορπίζουν σκορπίζουνε | θα σκορπίζονται | σκορπίσαν σκορπίσανε σκορπίστηκαν σκορπιστήκαν σκορπιστήκανε σκόρπισαν | σκορπίζαν σκορπίζανε σκορπίζονταν σκορπιζόντουσαν σκόρπιζαν |
Active Voice
Other Forms
σκορπίζεστε
• Singular • Passive
σκορπίζετε
• Singular • Active
σκορπίζου
• Singular • Passive
σκορπίσου
• Singular • Passive
σκορπίστε
• Singular • Active
σκορπιστείτε
• Singular • Passive
σκόρπιζε
• Singular • Active
σκόρπισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "σκορπίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.