στουμπώνω (stoubóno)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About στουμπώνω
As a verb, στουμπώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | στουμπώνω | θα στουμπώνώ | στούμπωσα | στούμπωνα |
| εσύ | στουμπώνεις | θα στουμπώνεις | στούμπωσες | στούμπωνες |
| αυτός/αυτή/αυτό | στουμπώνει | θα στουμπώνει | στούμπωσε | στούμπωνε |
| εμείς | στουμπώνουμε | θα στουμπώνουμε | στουμπώσαμε | στουμπώναμε |
| εσείς | στουμπώνετε | θα στουμπώνετε | στουμπώσατε | στουμπώνατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | στουμπώνουν στουμπώνουνε | θα στουμπώνουν | στουμπώσαν στουμπώσανε στούμπωσαν | στουμπώναν στουμπώνανε στούμπωναν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | στουμπωμένος | στουμπωμένη | στουμπωμένο |
| Genitive | στουμπωμένου | στουμπωμένης | στουμπωμένου |
| Accusative | στουμπωμένο | στουμπωμένη | στουμπωμένο |
| Vocative | στουμπωμένε | στουμπωμένη | στουμπωμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | στουμπωμένοι | στουμπωμένες | στουμπωμένα |
| Genitive | στουμπωμένων | στουμπωμένων | στουμπωμένων |
| Accusative | στουμπωμένους | στουμπωμένες | στουμπωμένα |
| Vocative | στουμπωμένοι | στουμπωμένες | στουμπωμένα |
Active Voice
Other Forms
στουμπώνετε
• Singular • Active
στουμπώστε
• Singular • Active
στούμπωνε
• Singular • Active
στούμπωσε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "στουμπώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.