συναπαντώ (sinapadó)
English: run into
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About συναπαντώ
As a verb, συναπαντώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | συναπαντάω συναπαντιέμαι συναπαντιέμαι συναπαντώ | θα συναπαντάώ | συναπάντησα συναπαντήθηκα | συναπαντιόμουν συναπαντιόμουνα συναπαντούσα |
εσύ | συναπαντάς συναπαντιέσαι | θα συναπαντάς | συναπάντησες συναπαντήθηκες | συναπαντιόσουν συναπαντιόσουνα συναπαντούσες |
αυτός/αυτή/αυτό | συναπαντά συναπαντάει συναπαντιέται | θα συναπαντά | συναπάντησε συναπαντήθηκε | συναπαντιόταν συναπαντιότανε συναπαντούσε |
εμείς | συναπαντάμε συναπαντιόμαστε συναπαντούμε | θα συναπαντάμε | συναπαντήσαμε συναπαντηθήκαμε | συναπαντιόμασταν συναπαντιόμαστε συναπαντούσαμε |
εσείς | συναπαντάτε συναπαντιέστε | θα συναπαντάτε | συναπαντήσατε συναπαντηθήκατε | συναπαντιόσασταν συναπαντιόσαστε συναπαντούσατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | συναπαντάν συναπαντάνε συναπαντιούνται συναπαντούν συναπαντούνε | θα συναπαντάν | συναπάντησαν συναπαντήθηκαν συναπαντήσαν συναπαντήσανε συναπαντηθήκαν συναπαντηθήκανε | συναπαντιούνταν συναπαντιόνταν συναπαντιόντανε συναπαντιόντουσαν συναπαντούσαν συναπαντούσανε |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | συναπαντημένος | συναπαντημένη | συναπαντημένο |
Genitive | συναπαντημένου | συναπαντημένης | συναπαντημένου |
Accusative | συναπαντημένο | συναπαντημένη | συναπαντημένο |
Vocative | συναπαντημένε | συναπαντημένη | συναπαντημένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | συναπαντημένοι | συναπαντημένες | συναπαντημένα |
Genitive | συναπαντημένων | συναπαντημένων | συναπαντημένων |
Accusative | συναπαντημένους | συναπαντημένες | συναπαντημένα |
Vocative | συναπαντημένοι | συναπαντημένες | συναπαντημένα |
Active Voice
Other Forms
συναπάντησε
• Singular • Active
συναπαντάτε
• Singular • Active
συναπαντήσου
• Singular • Passive
συναπαντήστε
• Singular • Active
συναπαντηθείτε
• Singular • Passive
συναπαντιέστε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "συναπαντώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.