τακτοποιώ (taktopió)
English: tidy
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About τακτοποιώ
As a verb, τακτοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | τακτοποιούμαι τακτοποιούμαι τακτοποιώ | θα τακτοποιούμαι | τακτοποίησα τακτοποιήθηκα | τακτοποιούμουν τακτοποιούσα |
| εσύ | τακτοποιείς τακτοποιείσαι | θα τακτοποιείς | τακτοποίησες τακτοποιήθηκες | τακτοποιούσες τακτοποιούσουν |
| αυτός/αυτή/αυτό | τακτοποιεί τακτοποιείται | θα τακτοποιεί | τακτοποίησε τακτοποιήθηκε | τακτοποιούνταν τακτοποιούσε |
| εμείς | τακτοποιούμαστε τακτοποιούμε | θα τακτοποιούμαστε | τακτοποιήσαμε τακτοποιηθήκαμε | τακτοποιούμασταν τακτοποιούμαστε τακτοποιούσαμε |
| εσείς | τακτοποιείστε τακτοποιείτε | θα τακτοποιείστε | τακτοποιήσατε τακτοποιηθήκατε | τακτοποιούσασταν τακτοποιούσαστε τακτοποιούσατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | τακτοποιούν τακτοποιούνε τακτοποιούνται | θα τακτοποιούν | τακτοποίησαν τακτοποιήθηκαν τακτοποιήσαν τακτοποιήσανε τακτοποιηθήκαν τακτοποιηθήκανε | τακτοποιούνταν τακτοποιούσαν τακτοποιούσανε |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | τακτοποιημένος | — | — |
Active Voice
Other Forms
τακτοποίει
• Singular • Active
τακτοποίησε
• Singular • Active
τακτοποιήσου
• Singular • Passive
τακτοποιήστε
• Singular • Active
τακτοποιείστε
• Singular • Passive
τακτοποιείτε
• Singular • Active
τακτοποιηθείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "τακτοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.