τετραπλασιάζω (tetraplasiázo)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About τετραπλασιάζω
As a verb, τετραπλασιάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | τετραπλασιάζω | θα τετραπλασιάζώ | τετραπλασίασα | τετραπλασίαζα |
εσύ | τετραπλασιάζεις | θα τετραπλασιάζεις | τετραπλασίασες | τετραπλασίαζες |
αυτός/αυτή/αυτό | τετραπλασιάζει | θα τετραπλασιάζει | τετραπλασίασε | τετραπλασίαζε |
εμείς | τετραπλασιάζουμε | θα τετραπλασιάζουμε | τετραπλασιάσαμε | τετραπλασιάζαμε |
εσείς | τετραπλασιάζετε | θα τετραπλασιάζετε | τετραπλασιάσατε | τετραπλασιάζατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | τετραπλασιάζουν τετραπλασιάζουνε | θα τετραπλασιάζουν | τετραπλασίασαν τετραπλασιάσαν τετραπλασιάσανε | τετραπλασίαζαν τετραπλασιάζαν τετραπλασιάζανε |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | τετραπλασιασμένος | τετραπλασιασμένη | τετραπλασιασμένο |
Genitive | τετραπλασιασμένου | τετραπλασιασμένης | τετραπλασιασμένου |
Accusative | τετραπλασιασμένο | τετραπλασιασμένη | τετραπλασιασμένο |
Vocative | τετραπλασιασμένε | τετραπλασιασμένη | τετραπλασιασμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | τετραπλασιασμένοι | τετραπλασιασμένες | τετραπλασιασμένα |
Genitive | τετραπλασιασμένων | τετραπλασιασμένων | τετραπλασιασμένων |
Accusative | τετραπλασιασμένους | τετραπλασιασμένες | τετραπλασιασμένα |
Vocative | τετραπλασιασμένοι | τετραπλασιασμένες | τετραπλασιασμένα |
Other Forms
τετραπλασίαζε
• Singular • Active
τετραπλασίασε
• Singular • Active
τετραπλασιάζετε
• Singular • Active
τετραπλασιάστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "τετραπλασιάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.