τραυματίζω (trafmatízo)
English: wound
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About τραυματίζω
As a verb, τραυματίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to wound, damage, injure
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | τραυματίζομαι τραυματίζω | θα τραυματίζομαι | τραυμάτισα | τραυμάτιζα |
εσύ | τραυματίζεις | θα τραυματίζεις | τραυμάτισες | τραυμάτιζες |
αυτός/αυτή/αυτό | τραυματίζει | θα τραυματίζει | τραυμάτισε | τραυμάτιζε |
εμείς | τραυματίζουμε | θα τραυματίζουμε | τραυματίσαμε | τραυματίζαμε |
εσείς | τραυματίζετε | θα τραυματίζετε | τραυματίσατε | τραυματίζατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | τραυματίζουν τραυματίζουνε | θα τραυματίζουν | τραυμάτισαν τραυματίσαν τραυματίσανε | τραυμάτιζαν τραυματίζαν τραυματίζανε |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | τραυματισμένος | τραυματισμένη | τραυματισμένο |
Genitive | τραυματισμένου | τραυματισμένης | τραυματισμένου |
Accusative | τραυματισμένο | τραυματισμένη | τραυματισμένο |
Vocative | τραυματισμένε | τραυματισμένη | τραυματισμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | τραυματισμένοι | τραυματισμένες | τραυματισμένα |
Genitive | τραυματισμένων | τραυματισμένων | τραυματισμένων |
Accusative | τραυματισμένους | τραυματισμένες | τραυματισμένα |
Vocative | τραυματισμένοι | τραυματισμένες | τραυματισμένα |
Other Forms
τραυμάτιζε
• Singular • Active
τραυμάτισε
• Singular • Active
τραυματίζετε
• Singular • Active
τραυματίστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "τραυματίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.
Related Words
Related Words
Derived Terms
- τραυματισμός (travmatismós)"Grek"