τσουγκρανίζω (tsougranízo)

English: rake

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About τσουγκρανίζω

As a verb, τσουγκρανίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Definitions & Examples

  • verb:
    to rake, scarify the soil

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
τσουγκρανίζω
θα τσουγκρανίζώ
τσουγκράνισα
τσουγκράνιζα
εσύ
τσουγκρανίζεις
θα τσουγκρανίζεις
τσουγκράνισες
τσουγκράνιζες
αυτός/αυτή/αυτό
τσουγκρανίζει
θα τσουγκρανίζει
τσουγκράνισε
τσουγκράνιζε
εμείς
τσουγκρανίζουμε
θα τσουγκρανίζουμε
τσουγκρανίσαμε
τσουγκρανίζαμε
εσείς
τσουγκρανίζετε
θα τσουγκρανίζετε
τσουγκρανίσατε
τσουγκρανίζατε
αυτοί/αυτές/αυτά
τσουγκρανίζουν
τσουγκρανίζουνε
θα τσουγκρανίζουν
τσουγκράνισαν
τσουγκρανίσαν
τσουγκρανίσανε
τσουγκράνιζαν
τσουγκρανίζαν
τσουγκρανίζανε

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeτσουγκρανισμένοςτσουγκρανισμένητσουγκρανισμένο
Genitiveτσουγκρανισμένουτσουγκρανισμένηςτσουγκρανισμένου
Accusativeτσουγκρανισμένοτσουγκρανισμένητσουγκρανισμένο
Vocativeτσουγκρανισμένετσουγκρανισμένητσουγκρανισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeτσουγκρανισμένοιτσουγκρανισμένεςτσουγκρανισμένα
Genitiveτσουγκρανισμένωντσουγκρανισμένωντσουγκρανισμένων
Accusativeτσουγκρανισμένουςτσουγκρανισμένεςτσουγκρανισμένα
Vocativeτσουγκρανισμένοιτσουγκρανισμένεςτσουγκρανισμένα

Other Forms

τσουγκράνιζε
• Singular • Active
τσουγκράνισε
• Singular • Active
τσουγκρανίζετε
• Singular • Active
τσουγκρανίστε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "τσουγκρανίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.