τσουρουφλίζω (tsourouphlízo)

English: sear

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About τσουρουφλίζω

As a verb, τσουρουφλίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Definitions & Examples

  • verb:
    to burn something at its edges or surface
  • verb:
    (metaphorical, usually in passive) to endure long-term hardship, suffering

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
τσουρουφλίζομαι
τσουρουφλίζω
θα τσουρουφλίζομαι
τσουρουφλίστηκα
τσουρούφλισα
τσουρουφλιζόμουν
τσουρουφλιζόμουνα
τσουρούφλιζα
εσύ
τσουρουφλίζεις
τσουρουφλίζεσαι
θα τσουρουφλίζεις
τσουρουφλίστηκες
τσουρούφλισες
τσουρουφλιζόσουν
τσουρουφλιζόσουνα
τσουρούφλιζες
αυτός/αυτή/αυτό
τσουρουφλίζει
τσουρουφλίζεται
θα τσουρουφλίζει
τσουρουφλίστηκε
τσουρούφλισε
τσουρουφλιζόταν
τσουρουφλιζότανε
τσουρούφλιζε
εμείς
τσουρουφλίζουμε
τσουρουφλιζόμαστε
θα τσουρουφλίζουμε
τσουρουφλίσαμε
τσουρουφλιστήκαμε
τσουρουφλίζαμε
τσουρουφλιζόμασταν
τσουρουφλιζόμαστε
εσείς
τσουρουφλίζεστε
τσουρουφλίζετε
θα τσουρουφλίζεστε
τσουρουφλίσατε
τσουρουφλιστήκατε
τσουρουφλίζατε
τσουρουφλιζόσασταν
τσουρουφλιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
τσουρουφλίζονται
τσουρουφλίζουν
τσουρουφλίζουνε
θα τσουρουφλίζονται
τσουρουφλίσαν
τσουρουφλίσανε
τσουρουφλίστηκαν
τσουρουφλιστήκαν
τσουρουφλιστήκανε
τσουρούφλισαν
τσουρουφλίζαν
τσουρουφλίζανε
τσουρουφλίζονταν
τσουρουφλιζόντουσαν
τσουρούφλιζαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeτσουρουφλισμένοςτσουρουφλισμένητσουρουφλισμένο
Genitiveτσουρουφλισμένουτσουρουφλισμένηςτσουρουφλισμένου
Accusativeτσουρουφλισμένοτσουρουφλισμένητσουρουφλισμένο
Vocativeτσουρουφλισμένετσουρουφλισμένητσουρουφλισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeτσουρουφλισμένοιτσουρουφλισμένεςτσουρουφλισμένα
Genitiveτσουρουφλισμένωντσουρουφλισμένωντσουρουφλισμένων
Accusativeτσουρουφλισμένουςτσουρουφλισμένεςτσουρουφλισμένα
Vocativeτσουρουφλισμένοιτσουρουφλισμένεςτσουρουφλισμένα

Other Forms

τσουρουφλίζεστε
• Singular • Passive
τσουρουφλίζετε
• Singular • Active
τσουρουφλίζου
• Singular • Passive
τσουρουφλίσου
• Singular • Passive
τσουρουφλίστε
• Singular • Active
τσουρουφλιστείτε
• Singular • Passive
τσουρούφλιζε
• Singular • Active
τσουρούφλισε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "τσουρουφλίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words