τυποποιώ (tipopió)

English: standardize

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About τυποποιώ

As a verb, τυποποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
τυποποιούμαι
τυποποιώ
θα τυποποιούμαι
τυποποίησα
τυποποιήθηκα
τυποποιούμουν
τυποποιούσα
εσύ
τυποποιείς
τυποποιείσαι
θα τυποποιείς
τυποποίησες
τυποποιήθηκες
τυποποιούσες
τυποποιούσουν
αυτός/αυτή/αυτό
τυποποιεί
τυποποιείται
θα τυποποιεί
τυποποίησε
τυποποιήθηκε
τυποποιούνταν
τυποποιούσε
εμείς
τυποποιούμαστε
τυποποιούμε
θα τυποποιούμαστε
τυποποιήσαμε
τυποποιηθήκαμε
τυποποιούμασταν
τυποποιούμαστε
τυποποιούσαμε
εσείς
τυποποιείστε
τυποποιείτε
θα τυποποιείστε
τυποποιήσατε
τυποποιηθήκατε
τυποποιούσασταν
τυποποιούσαστε
τυποποιούσατε
αυτοί/αυτές/αυτά
τυποποιούν
τυποποιούνε
τυποποιούνται
θα τυποποιούν
τυποποίησαν
τυποποιήθηκαν
τυποποιήσαν
τυποποιήσανε
τυποποιηθήκαν
τυποποιηθήκανε
τυποποιούνταν
τυποποιούσαν
τυποποιούσανε

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeτυποποιημένοςτυποποιημένητυποποιημένο
Genitiveτυποποιημένουτυποποιημένηςτυποποιημένου
Accusativeτυποποιημένοτυποποιημένητυποποιημένο
Vocativeτυποποιημένετυποποιημένητυποποιημένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeτυποποιημένοιτυποποιημένεςτυποποιημένα
Genitiveτυποποιημένωντυποποιημένωντυποποιημένων
Accusativeτυποποιημένουςτυποποιημένεςτυποποιημένα
Vocativeτυποποιημένοιτυποποιημένεςτυποποιημένα

Active Voice

Other Forms

τυποποίει
• Singular • Active
τυποποίησε
• Singular • Active
τυποποιήσου
• Singular • Passive
τυποποιήστε
• Singular • Active
τυποποιείστε
• Singular • Passive
τυποποιείτε
• Singular • Active
τυποποιηθείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "τυποποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words